Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025
Πέρασε πρόπερσι ένας γέρος από δω, και τ' αφήκε. Δεν ήθελε να πη μήτε πούθε ήρθε, μήτε πού πήγαινε. Είταν αμίλητος κι ακόντευτος. Ξήγησε μόνο στον Ηγούμενο πως αυτά είναι τα χερόγραφά του, κι όποιος περαστικός επιθυμεί ας τα διαβάση, κι όποιος τα διαβάση από την αρχή ως το τέλος και του αρέσουν, μπορεί και να τα πάρη μαζί του. — Και δεν τα διάβασε κανένας ως τώρα; — Κανένας.
Είπε και φεύγει ο γέρος. Όσο να ισκιώσουν τα νερά κι' όσο να γείρη ο Ήλιος Απ' όξω απ' το παλάτι του αλαλαγμός κι' αντάρα.
Σα φτάσανε στο παλάτι, ο νέος ο βασιλιάς ανιστόρησε στο γέρο τον πατέρα του τα βάσανα του πολέμου. Κι' ο γέρος, που τάκουγε δακρύζοντας, ανιστόρησε κι' αυτός τα βάσανα της χώρας, τις συφορές της μοίρας, το χαμό τον άδικο της βασίλισσας και τις λαχτάρες τις δικές του. — Ένας πόλεμος κ' η ζωή στον κάμπο και στο σπίτι. Κι' άλλος γυρίζει νικητής κι' άλλος νικημένος.
Μόλις όμως έκανε να σηκωθεί ξανάπεσε, σαν να γλίστρησαν τα πόδια του στο λιθόστρωτο της εισόδου, και χτύπησε το κεφάλι στον τοίχο και τα χέρια στο έδαφος. Μόλις άκουσε να κουδουνίζουν τα κέρματα επάνω στην πέτρα, ο άλλος ζητιάνος ανασήκωσε το ωχρό του πρόσωπο και άνοιξε διάπλατα τα ανέκφραστα μάτια του σαν να άκουγε έναν απειλητικό θόρυβο. Ο γέρος βογκούσε.
Τότ' είπε ο θεοπρόσωπος γιος του Δαρδάνου ο γέρος «Πιος είσαι εσύ, καλό παιδί; πώς λέγουνται οι γονιοί σου; Πώς μ' αρχοντιά μού παίνεσες το δύστυχο παιδί μου!»
Στο δρόμο, ανταμώνουμε το γέρο Βασίλη. Και καλά να γυρίσουμε πίσω· να μη βγούμε· σπίτι να πάμε· κάτι κρυφομίλησε της μάννας μου, και γυρίσαμε. Κάτι μισοάκουσα για μια καινούρια βαρκιά που μας ήρθε πάλι. — Άι, στην υγειά σου, μου κάνει ο γέρος πίνοντας τη μαστίχα του, και νάχουμε την ευκή της Λενιώς. Δεν τα μάθετε; την τάξανε την Ελένη τους.
Είπε, κι' ο γέρος σκιάχτηκε κι' εφτύς ξυπνάει τον κράχτη. Τ' άλογα τότες ο Έρμης τους ζέβει και μουλάρια, 690 και μόνος του ίσα τα χτυπάει κατά τον κάμπο πέρα γοργά γοργά, χωρίς ψυχή να νιώσει πως περνούσαν.
Κι άρχιζε πάλε τα γέλοια ο Τραμουντάνας, και τρίβοντας τα ροζωμένα του χέρια να τα ζεστάνη, προσκαλούσε τους διαβάτες ναγοράσουνε πωρικά. Έρχεται μια μέρα ένας κλητήρας με γραμματάκι και με προσκαλεί στο νοσοκομείο. Μπαίνω σ' αμάξι και πηγαίνω. Μου λέει ο επιστάτης πως είνε μέσα ένας γέρος πατριώτης μου πολύ άρρωστος, και στο βύθο του απάνω παραλαλεί στη γλώσσα του.
Κι' έπεσε αχώντας, κι' ο γερός παινέφτηκε Δυσσέας «Ω Σώκε, γιε του μαχητή κι' αλογολάτη Απάσου, 450 δε γλύτωσες, μον πρόκανε ο χάρος και σε πήρε. Πας, δόλιε, και τα μάτια σου δε θα σ' τα κλείσει εσένα η μάννα κι' ο γερο-γονιός, μον όρνια σαρκοφάγα θα σε ξεσκίσουν, γύρω σου χτυπώντας τις φτερούγες· μα εγώ αν πεθάνω, οι Δαναοί νεκρό θα με στολίσουν.» 455
Δυο χρόνια πριν αποθάνη ο Βελισάριος , εκεί που η Πρωτεύουσα πανηγύριζε τις δόξες του Ναρσή στην Ιταλία, ο γέρος ο Στρατηγός, που δεν είταν τέσσερα χρόνια αφότου γλύτωσε το Κράτος από τους Ούνους, ξαναπέφτει στην Αυτοκρατορική την οργή. Είτανε στην Πόλη οι συνωμοσίες συχνές πάντα καθώς οι μπόρες στα βουνά. Ανακαλύφτηκε λοιπό στα 563 μια απ' αυτές τις συνωμοσίες πρι να ξεσπάση.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν