United States or Bahamas ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άφησέ με, αν αγαπάς το Θεό, ανεφώνησεν αδημονούσα η Μαργή, απού βάνεις με τς' ώμορφους αυτό τον ανοστόπλαστο, το Σαρακηνό! — Κατέχει ο μπουρμάς είντά ν' ο χουρμάς; είπεν η χήρα με την γλώσσαν της πείρας. Ο άντρας έτσα πρέπει νάνε· γερός κιαντρειωμένος ... . — Ου! αντρειωμένος! αντείπε μορφάζουσα η Μαργή. Αντρειωμένος σαν το γάιδαρό μας. — Κιάν δεν είν' αντρειωμένος θα γενή. Κοπέλι' ν' ακόμη.

Αντραλλεύτηκαν τα σκυλλιά. Πετάχτηκαν όλοι ορθοί και σωρό-κουβάρι κατέβηκαν τη σκάλα και βγήκαν στην αυλή. — Ψυχούλα μ', παιδάκι μ'! φώναξε η γριά με ψυχόπονο. Δόξα σοι ο Θεός πούρθες γερός και καλά! — Ψυχούλα μ', πατερούλη μ'! φώναξε κ' η Μαριανθούλα. Καλώς ώρισες!

Δεν μπορούσανε να δείρουν το γάδαρο κ' έδειραν το σαμάρι. — Όπου άντρας, μα νέος μα γέρος, τον έκοβαν. Όπου παιδί και γυναίκα, σκλαβιά κι ατιμιά. — Κι ο Σερήφ Πασάς τα συχωρούσε μαθές αυτά; ρωτάει ανυπόμονα ο Μυλόρδος. — Ο Πασάς; Και ποιος τονε ρωτούσε τον Πασά; Αυτοί είταν έξω φρενώ. Σαν μπόρα πλακώσανε φοβερή. Μόλις το πήρε ταυτί μας τάγριο της το βουητό και σκαρφαλώσαμε τον Ψηλορείτη σα γίδια.

Εγώ είμαι κουρασμένος. Γκρου! Χρου!... — Να βράσω ολίγα λάχανα; — Τάντερά σου να βράσης, έγρυζεν ο γέρος. Γκου!.,. Την στιγμήν εκείνην εφάνη καλπάζων ιππεύς, όστις ήρχετο προς την καλύβην. Ηκολουθείτο δε υπό πεζού θεράποντος. Πριν ή φθάση εις την καλύβην, ο ιππεύς επέζευσε και εκάθισεν επί όχθου τινός της οδού. Απείχε δε περί τα πεντακόσια βήματα.

Πλην τώρα είμαι γέρος, κι' αυτά εδώ τα βάσανα μ' αφάνισαν... Ποιος είσαι; Τα 'μάτια μου εχάλασαν. — Τώρα σου λέγωτώρα... ΚΕΝΤ Αν ημπορή να καυχηθή η Τύχη διά δύο 'π' αγάπησε κ' εμίσησεν εις άκρον, να ο ένας! ΛΗΡ Είναι τα 'μάτια μου θολά. Ο Κεντ εσύ δεν είσαι; ΚΕΝΤ Ο Κεντ, αυθέντα μου, ο Κεντ, ο δούλος ο πιστός σου. Κι' ο δούλος σου ο Κάιος πού είναι; ΛΗΡ Ω! Εκείνος, ήτο καλός!

Και το Δυσσέα βλέποντας ξαναρωτάει ο γέρος «Τήρα κι' εκείνον, κόρη μου, και πες μου αφτός πιος είναι. Δεν έχει την κορμοστασά του βασιλιά Αγαμέμνου, μα φαίνεται σαν πιο φαρδύς στις πλάτες και στα στήθια. Τάχει βαλμένα κατά γης τα πλουμιστά άρματά του, 195 και πηγαινόρχεται κοντά στους λόχους σα μπροστάρης.

ΕΙΝΑΙ πολλά χρόνια, αφόντας έγεινε η ιστορία, που θα σας διηγηθώ. Ο μικρός Κριτής σήμερα είναι γέρος με παιδιά και μ' αγγόνια, και με δίγγονα, αν κι' η Μοίρα δεν τον αξίωσε να χαϊδέψη δικό του παιδί. Αλλά το ίδιο πράγμα είναι. Τα παιδιά, τ' αγγόνια και τα δίγγονα είναι του αδερφού του, μικρότερου του κατά την ηλικία, σαν και δικά του είναι.

Και ο πατέρας όμως της αρρεβωνιασμένης κοπέλλας είνε άνθρωπος με χαραχτήρα, με δύναμι, με θέλησι· έχει φίλο και τον Δήμαρχο και είνε άγνωστο τι θαγενή. Δύο μεγαλόσωμα, μελιτόχρωμα, ωμορφοκαμωμένα βώδια, ήταν ζεμμένα στο αλέτρι του γέρω Μήτρου. Βροχούλα ψιλή είχε πέση τη νύχτα και ο γέρος αποφάσισε να οργώση.

Κ' έκλεισε τα μάτια της η βασίλισσα και πέθανε. Ο γέρος ο βασιλιάς έπεσε σε μεγάλη θλίψη. Ένα πρωί εκεί που ο βασιλιάς μονάχος του έκλαιγε της βασίλισσας το χαμό με τη λαχτάρα του παιδιού του, ένας μαντατοφόρος χύθηκε σαν αστραπή μες στο παλάτι. — Αφέντη βασιλιά μου, είπε, να! το χάσιμο! Έβγαλε απ' τον κόρφο του την τραχηλιά με τα μαργαριτάρια και την απίθωσε στα γόνατα του βασιλιά.

Πράγματι, όταν ο κόσμος μαζεύτηκε πάλι στην αυλή και οι γυναίκες περνώντας έψαχναν στις τσέπες τους να βρουν κάτι για να δώσουν ελεημοσύνη στον ψεύτικο άρρωστο, εκείνος άρχισε να φωνάζει: «Μα κοιτάξτε τον καλά! Είναι πιο γερός από εσάς. Τρυπήθηκε με μια δηλητηριασμένη βελόνα». Τότε κάποιος έσκυψε για να δει καλύτερα τον ψεύτικο όγκο και ο ζητιάνος, χλωμός, ακίνητος, δεν αντέδρασε, δε μίλησε.