Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


Στον καιρό του κατατρεγμού τα πήραν μαζί τους οι κατατρεγμένοι και πήγαιναν από πατέρα σε παιδί, παρηγοριά κ' ελπίδα τους. Το βρέφος καθώς τάνοιωσε απάνω του έβαλε τα κλάυματα. Ο γέρος το λυπήθηκε. — Μην κάνης έτσι, παιδί μου· του είπε μισοκλαίοντας κι ο ίδιος. Είνε βαρειά, το ξέρω, μα είνε ανάγκη να τα βαστάξης. Τούτα είνε η αληθινή κληρονομιά των προγόνων μας.

Κι όντας εμπήκαμε στο καϊκάκι κ' ετράβηξε τα κουπιά του κατά τα Γιάννινα ο γέρος καϊξής μας, σα νάκλειε με μαλαματένιο κλειδί μέσα σε διαμαντένιο σεντούκι όλες εκείνες μας τες εντύπωσες από τ' ωραίο πανηγύρι, μας είπε: — Σα σήμερα το βράδυ, μωρέ παιδιά, μώλεγεν ο πατέρας μου, πως καθώς γύρναγαν οι πανηγυρίσιοι στα Γιάννινα της στεριάς κι απέρναγαν από τον πλάτανο τ' Αλήπασα, είδαν απόξω κει το σκοτωμό του κλέφτη του Κατσαντώνη και τ' αδερφού του.

Να μ’ αποχάση η δύστυχη, χωρίς παιδί να μείνη. Γυρίζει η Μάρω με θυμό κι’ αντιλογιά του δίνει: — Και ποιον να πρωτολυπηθώ και ποιον να προπάρω, Που χίλιοι με γυρέψανε και χίλιοι με γυρεύουν, Κι’ ουδέ κανέναν αγαπώ κι’ ουδέ κανέναν θέλω; — Μόνον εμένα αγάπησε! μόνον εμένα πάρε, Γιατ’ είμαι άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι!

Στα λίγα κεφάλαια που ως την ώρα περάσαμε είδαμε τον αρχαίο Ελληνισμό βυθισμένο σε λυπητερά ξεμωράματα, άναντρο, φαφλατάδικο, σαχλό, έτοιμο να πέση με την πρώτη ανεμοζάλη. Ζύγωναν οι ανεμοζάλες, που λες και βούηζαν από μακριά. Ζύγωναν κι ως τόσο ξεφάντωνε και μωρολογούσε ο ευγενικός ο γέρος αναπαμένα κι ανυποψίαστα. Ξέσπασαν οι μπόρες κατόπι από Βοριά κι απ' Ανατολή κι από Νότο.

Κι όποιος κοτάει να σηκώση απάνω του χέρι, με το αίμα του πρέπει να το πλερώνη». Κ' έτσι από εχτρός που ξεκίνησε κατάντησε φίλος και σύμμαχος. Και σαν πέθανε λίγο κατόπι στην Πόλη ο γέρος ο Γότθος, τέτοιες παράταξες του κάμανε, τέτοια μνημεία του στήσανε, που ο στρατός του το καταχάρηκε, κι από τη χαρά του έτρεξε και μπήκε σύσσωμος στο βασιλικό το στρατό.

Μα με καιρό είπε ο Φοίνικας ο γερο-αλογολάτης, σπώντας στα δάκρια, τι έτρεμε μην πάθουν τα καράβια «Στο νου πια αν τόβαλες να πας, λεβέντη μου Αχιλέα, και να βοηθήσεις μια σταλιά δε θέλεις τα καράβια 435 απ' τη φωτιά, σαν που θυμός σού πείσμωσε τα σπλάχνα, πώς τότες θέλεις πίσω σου, παιδί μου, εδώ να μείνω μόνος; Μ' εσένα μ' έστειλε ο γέρος σου πατέρας τότε όταν απ' τη Φτιά στο γιο τ' Ατριά σε προβοδούσε, αρχάρη ακόμα κι' άπραγο, ακάτεχο από μάχες 440 και συντυχές όπου αποχτούν φήμη και δόξα οι άντρες.

» Έβγα, Κυρά πεντάμορφη, και Κορασιά του Πύργου! » Έβγα στο παραθύρι σου το σιδηροφραγμένο, » Για να με ιδής πως έρχομαι γυναίκα να σε πάρω, » Γιατ’ είμαι άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι

Να ζήσουν τα παιδιά μας ! να ζήσουνε ! και με γιους ! . . . — Μακάρι Παναγιά μου, μακάρι· και σταρχοντόπουλά σας ! τους εύχονταν οι Μαλαματένιοι. Τρέχανε κ' οι δυο από παρέα σε παρέα, έπαιρναν κ' έδιναν ευκές, κουβαλούσαν φαγιά, κρασιά ό,τι ζήταγαν. Φρόντιζαν να μη φύγη παραπονεμένος κανείς. Ο γέρος κάπου κάπου τράβαγε και κανένα κρασάκι· η γριά θύμωνε και μουρμούριζε·

Μα όσο ο γερός ο Μελέαγρος πολέμαε, οι Κουρήτες 550 πάντα άσκημα τα πήγαιναν, μηδέ ποτές μπορούσαν ν' αντέξουν όξω απ' το καστρί κιας είταν τόσο πλήθος· στερνά όμως σαν τον έπιασε θυμός που τόσου κόσμου με νου και κρίση την καρδιά φουσκώνει μες στα στήθια, τότες αφτός, σα χόλιασε, αργός μακρυά από μάχες 555 κάθουνταν με το τέρι του, την ώρια Κλεοπάτρα, της σφιχτοστήθως Μάρπησσας την κόρη και του Νίδα.

Για αφτά τα λόγια κι' έργατα ο γέρος σκυλιασμένος κράτησε τόσα, κι' έδωκε να μοιραστούνε τ' άλλα στο πλήθος, μην του πάει κανείς αδικημένος σπίτι. 705 Εμείς αφτά τα σάξαμε ένα ένα, και στο κάστρο σφάξαμε γύρω στους θεούς.

Λέξη Της Ημέρας

δυσαρμονικώς

Άλλοι Ψάχνουν