Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025
Ο γέρος σηκώθηκε σα βρεμμένη γάτα. Με κοντόβολτες, τρεκλίζοντας, έφτασε στην πόρτα. Άνοιξε και βγήκε. Τα ουρλιάσματα έπαιρναν κ' έδιναν. Από μακρυά φτάνανε οι κατάρες και ταναθεματίσματα. Ο Μπαρμπα-Δημητρός έμεινε μοναχός του. Ήτανε σαν αλαφιασμένος. — Φέρε ένα κρασάκι, παιδί. Να πάμε να ησυχάσωμε και μεις. Το ήπιε. Έπειτα στα καλά καθούμενα τον πήρε το παράπονο.
Κι' όμως την λύπη υπέφερε, αν κ' έμεινε μονάχος και γέρος με άσπρα πια μαλλιά σκυμμένος απ' τα χρόνια. ΑΔΜΗΤΟΣ Ω σπίτι μου, την θύρα σου πως να περάσω τώρα; πως θα τους δω τους τοίχους σου, πούχουν αλλάξει τώρα. Αλλοίμονο. Τι διαφορά! Με πεύκα του Πηλίου και με τραγούδια άλλοτε του γάμου μου εμπήκα κρατώντας μέσ' στα χέρια μου το αγαπημένο χέρι της νύφης.
Ο νοικοκύρης, ασπρομάλης μα γερός ακόμα, με τη γιορτερή του φορεσιά, σαλβάρια, μάλλινη καινούρια ζώνη, άσπρες κάλτζες, παπούτζια πρωτόβαλτα και κόκκινο σκούφο, επαράστεκε στο δείπνο για να ευχαριστήση τον κόσμο του.
Έτσι είπε, κι' έστειλε να παν τους άλλους βασιλιάδες, μα μείνανε τ' Ατριά οι διο γιοι κι' ο θεϊκός Δυσσέας 310 κι' ο Δομενιάς κι' ο Νέστορας κι' ο Φοίνικας ο γέρος ναν τον παρηγορήσουνε, που δίχως πια να πάψει βόγγαε· μα τίποτα για αφτόν παρηγοριά δεν είχε, ως νάμπει στης σφαγής ξανά το ματωμένο στόμα.
ΟΙΔΙΠΟΥΣ Η αρρώστεια θα τον έφαγε τον κακομοίρη. ΑΓΓΕΛΟΣ Είχε πολλά στη ράχη του χρονάκια ο γέρος. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αλλοίμονο, αλλοίμονο! Τι να πω πρέπει για τους οιωνούς τους μαντικούς ή την εστία ή τα πουλιά που κλαγγαστά ψηλά πετάνε, που επρόλεγαν ο θάνατος πως από μένα θα προέλθη του πατέρα μου του βασιλέως. Εκείνος τώρα κρύβεται στη γη αποκάτω, κ’ εγώ εδώ πέρα βρίσκομαι, χωρίς το ξίφος να πιάσω.
Όθεν των Νορβηγών ο γέρος βασιλέας, περίχαρος, του δίδει δώρο τρεις χιλιάδαις κορώναις χρονικώς, και διαταγήν ακόμη 'ς των Πολωνών τα μέρη να ριχθή μ' εκείνους τους άνδραις, 'πού 'χε, ως είπα πριν, στρατολογήση. Και σε παρακαλεί, καθώς εδώ σου γράφει
Καλά καλά μήτε ο γέρος ο Εφημέριος δεν μπόρεσε να κρατήση τα δάκρια. Τους διάβασε μιαν Ευκή αποθέτοντας την άκρη του πετραχηλιού του απάνω τους, και σαν αποτέλειωσε κ' η Ευκή, ξανάκαμαν το σταυρό τους και ξεκίνησαν κατά τη θύρα με βήματα σιγανά.
Έως και την ευχήν του αρνήθηκε 'ς την κόρην του, την έδιωξε 'ς τα ξένα να εύρη τύχην, έδωκε τα δικαιώματά της 'ς ταις άκαρδαίς της αδελφαίς. Αυτά τον φαρμακεύουν, τον καίουν να τα σκέπτεται και τον απομακρύνουν από την Κορδηλίαν του. ΙΠΠΟΤ. Δυστυχισμένος γέρος! ΚΕΝΤ Πού είναι τα στρατεύματα των δυο δουκών, γνωρίζεις; ΙΠΠΟΤ. Μάλιστα· εξεστράτευσαν. ΚΕΝΤ Καλά.
Ξεπεδουκλώνει τ' άλογα και πάει να τα ποτίση. Ερρόδιζεν η ανατολή κι' ο αυγερινός τραβιώταν, Πάηνε στα οργώματα ο ζευγάς κι' η κοπελλιά στο πλύμα Και το πουλάκι ολόγλυκον κελαϊδισμό κρατούσε. Άκουγε ο γέρος το πουλί, τήραε τα κορφοβούνια, Ολογυρνούσε τα δεντρά, κ' έλεγε με τον νου του: — Καλότυχα, μωρέ δεντρά, που ζάτε χίλια χρόνια, Που ανθίζετε κάθ' άνοιξη και κάθε καλοκαίρι.
Ήταν κι ο Κυρ-Λιάκος ο τηλεγραφητής, παιδί της Αθήνας, που μου τον έριξε η τύχη δωθεκάτου στο ερημικό τακρογιάλι μου. Ήτανε κι ο Γερασιμάκης ο τελωνοφύλακας, — ο Θυμιάτος, από τα Περατάτα τση Κεφαλονιάς, καλέ. Εγώ κι ο γέρος μου· ο χρυσός μου γέρος. Τέσεροι όλοι. ...Τάχε όλα έτοιμα αποβραδίς ο Καπτάν-Μιχάλης. Εκατέβασε τις κόφες με τα παραγάδια. Εκατέβασε τις κολοκύθες με τις πετονιές.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν