Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025


Εγώ λοιπόν, αγαπητέ μου Κρίτων, έχω σκοπόν να τους παραδώσω τον εαυτόν μου, διότι υπόσχονται εις ολίγον χρόνον να κάμουν τον πρώτον τυχόντα εμπειρότατον εις αυτό το είδος. Κρίτων Αλλά, Σωκράτη, δεν φοβάσαι την ηλικία σου, μήπως είσαι πλέον πολύ γέρος;

Ο γέρο Βασίλης είχε παρμένο αποκοπή το χτήμα μας στην αγαπημένη αυτή την εξοχή που περνώ τώρα τα γερατειά μου, και που τη λένε Μεσοβούνι. Ερχότανε συχνά το βράδυ, και δειπνούσε μαζί μας. Πρόσχαρος γέρος, λίγα λόγια με ξένους, πολλά με δικούς. Μπορούσε να πηδήξη σε πηγάδι για να γλυτώση σκυλί, μα είταν καλός και να ξαντερώση κλέφτη, αν τον έπιανε σταμπέλι.

Τους γνέφει, και ζυγώνουν τα δυο ταξαδέρφια. — Πανάγο, λέει τότες ο σεβάσμιος ο γέρος, Πανάγο, που ο πατέρας σου έπεσε σ' αυτά τα χώματα για Πίστη και για Πατρίδα, και που τα κόκκαλά του αναπαύουνται σ' αυτή την περιοχή σωριασμένα.

Τα ονείρατά τους ξέχασε ναν τους ξηγήσει ο γέρος 150 σαν ξεκινούσαν, κι' έπεσαν στα χέρια του Διομήδη.

Έτσ' είπε· κ' εφοβήθηκεν ο γέρος, κ' υποτάχθητον λόγον και εκίνησε σιωπηλάτην άκραν Της φλισβερής της θάλασσας, και περισσά μακρόθεν Παγαίνοντας προσεύχουνταντον βασιλέ' Απόλλων'. Οπού τον γέννησ' η Λητώ η ευμορφομαλλιάρα.

Η συνομιλία βάσταξε αρκετά· κουβεντιάσανε για τη μορφή του πολιτεύματος, τα έθιμα, τις γυναίκες, τα δημόσια θεάματα, τις τέχνες. Τέλος ο Αγαθούλης, πούχε πάντα κλίση προς τη μεταφυσική, ρώτησε μέσον του Κακαμπό εάν στον τόπο τους υπήρχε θρησκεία. Ο γέρος κοκκίνησε λιγάκι. — Πώς λοιπόν! είπε, μπορείτε ν' αμφιβάλλετε; Μήπως μας θεωρείτε αχάριστους;

Αόρατος κι' αγνώριστος εκεί εκεί απάνω με τα θηρία μου να ζω, μ' εκείνα ν' αποθάνω· και ύστερα ν' αναστηθώ μετά χιλίους χρόνους να 'δώ αν θάναι Βασιλείς και τότε εις τους θρόνους, αν 'στήν Ελλάδα θα πεινά πατριωτών πληθώρα, κι' αν γέρος θα μου φαίνεται ο κόσμος όπως τώρα.

Από τ' αριστερό τραπεζάκι, που χρησίμευε και για μικρό γραφείο με σωρούς βιβλίων απάνω του μ' ένα καλαμάρι, και δυο τρία δεκάρια άσπρου χαρτιού, ο κυρ γιατρός του φαρμακείου, ένας γέρος μεγαλόσωμος διαβάζοντας από πολλή ώρα την «Ακρόπολη», χωρίς να καλοσηκώση το κεφάλι του, αποκρίθηκε στενοχωρημένα, φυσώντας με τα πλατειά ρουθούνια του: — Ε! ποιος με ζητάει; εδώ είμαι!

Έλλην Φάουστ και Σγαρίλιο, δεν μου θέλεις έναν ήλιο, και ζητείς να φέξη κι' άλλος από τούτον πιο μεγάλος. Η απαίτησις μεγάλη, μα ποιος ξέρει καμμιά 'μέρα αν και τρίτος δεν προβάλη για χατήρι σου 'στήν σφαίρα. Νέος προς το γήρας τρέχεις, γέρος χάνεσαι για νειάτα, μα κι' αυτά ενώ τα έχεις τσαμπουνάς «ανάθεμά τα

Πρόσταξε, βασιλιά μου, να της πάρωμε το κεφάλι! είπε ο μαντατοφόρος. — Όχι, να μην της πάρετε το κεφάλι, είπε ο βασιλιάς. Στα σίδερα να μείνη νηστική και διψασμένη, μες στη φυλακή. Με σιδερένιες βέργες να τη δέρνουνε και σα ζητάη νερό να ξεδιψάση, ξύδι να την ποτίζουν κι' αψιθιά.... Ο γέρος ο βασιλιάς συνέφερε λίγο απ' το κακό του.

Λέξη Της Ημέρας

προφητεύσω·

Άλλοι Ψάχνουν