Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025


Είπε και απόλυσεν ευθύς να έβγη το κριάρι• και άμ' από τ' άντρο εβγήκαμε και απ' της αυλής τον γύρο, απ' το κριάρι ελύθηκα κ' έλυσα τους συντρόφους. και από τ' αρνιά τα παχουλά λιγνόποδα με βία εκρυφοπαίρναμε πολλά τριγύρω, ως 'πουτο πλοίο 465 εφθάσαμεν• εχάρηκαν οι σύντροφοι ως μας είδαν, όσους δεν πήρε ο θάνατος• τους άλλους εθρηνούσαν. αλλ' εγώ κείνων ένευα τα κλάυματα να παύσουν. κ' είπα τα ωραία πρόβατα, 'που ήσαν πολλά, 'ς το πλοίο ευθύς να ρίξουν και γοργά να σχίσουν τα πελάγη. 470 και παρευθύς μπήκαν αυτοί και αραδικώς καθίσαν, και την λευκή την θάλασσα με τα κουπιά βροντούσαν. αλλ' ότ' είμασθ' εις διάστημα, 'π' ανθρώπου βοή φθάνει, λόγους εγώτον Κύκλωπα υβριστικούς τότ' είπα• «Κύκλωπα, δεν σου μέλλονταν να 'ναι δειλός ο άνδρας, 475 οπ' άγρια τόσο του 'φαγεςτο σπήλαιο τους συντρόφους• αλλά να σ' εύρουν έμελλον τα κακουργήματά σου• σκληρέ, πώφαγες άφοβατην σκέπη σου τους ξένους, κ' η οργή σ' επήρε του Διός και όλων των αθανάτων».

Είπε και επροπορεύθηκε, κ' η Αθήνη αυτού κατόπι• 125 και εις το παλάτι το υψηλόν άμ' ήλθαν μέσα, εκείνοςτον μακρύ στύλο κολλητά έστησε το κοντάριτην θήκη την καλόξυστην, όπ' άλλα πολλά ήσαν του στερεόκαρδου Οδυσσηά στημένα εκεί κοντάρια. και αυτήν εκάθισ' εις θρονί, 'π' έστρωσε με σινδόνι, 130 κ' ήταν ωραίο, τεχνικό και είχεν υποπόδι• πήρε και αυτός λαμπρό σκαμνί σιμά της, των μνηστήρων μακράν, μήπως ο θόρυβος τον ξένον ενοχλήση, και το τραπέζι βαρεθή, αν έσμιγε μ' αυθάδεις, και όπως για τον πατέρα του, οπού 'λειπε, ερωτήση• 135 και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτη χύνει, εύμορφον, ολόχρυσο, 'ς ολάργυρη λεκάνη, για να νιφθούν, κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους. και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτο παραθέτει, και απ' όσα φύλαγε φαγιά προσφέρει τους περίσσα. 140 και κρέατα κάθε λογής εις τα πινάκια φέρνει ο μοιραστής, και ολόχρυσα ποτήρια παραθέτει• συχνάαυτούς και ο κήρυκας έρχονταν και τους κέρνα.

Αυτά 'πε, και ο Τηλέμαχοςτον κλήδονα εχάρη• 35 και αμ' εσηκώθη, πρόθυμος να πάρη ευθύς τον λόγο, 'ς την μέση τους• και του 'βαλε το σκήπτρον εις το χέρι ο κήρυκας Πεισήνορας, γνώσες και νου γεμάτος. και προς τον γέρον έστρεψε τον λόγο πρώτα κ' είπε•

Κι ό,τι σου πή ο Κυρ Νίκος που είν' ο καημένος κι αυτός σαστισμένος. . . Από νοικοκυριό πια άλλο τίποτα, Βεργινίτσα μου. Την έχω στρωμένη. Αμ τα ξέρεις δα κ' εσύ!. . . Περαστικά Κυρ Νίκο ! αυτά έχ' η παντρειά. Μικρός-μικρός μπήκες στα βάσανα, έ-ε-έχ! Όποιος τρώει τα καρύδια σπάνει και τα τσέφλια, Κυρ Νίκο μου-ού . . . Και βγήκεν έξω, σκασμένη στα γέλοια για ταστείο της.

Κακορράχεις! εμουρμούρισεν η γραία συνερχομένη εκ του τρόμου. Σκαλικαντζούρι του χωριού! — Αμ πού είνε ο Παπάς, θεια Μυγδαλίτσα; ηρώτησεν ο είς ποιμήν, ανασκαλίζων την πυράν και χασμώμενος. — Θα λειτουργήσ' η θεια Μυγδαλίτσα, προσέθηκεν ο Κουτσογεώργης, χασμώμενος και αυτός.

Και άμ' είπε τούτο ιδού πουλί επέταξε δεξιά του, 160 αετός, που 'χετα νύχια του λευκή χήνα μεγάλη, ήμερη μέσ' απ' την αυλή• και με φωναίς κατόπι γυναίκες και άνδρες έτρεχαν• κ' εκείνο εμπρός 'ς τ' αμάξι δεξιά των νέων πέρασε σιμά πτεροκοπώντας. είδαν κ' εχάρηκαν αυτοί• και όλοι χαρά το πήραν• 165 τότ' είπεν ο Πεισίστρατος• «Μεγάλε βασιλέα, Μενέλαε διόθρεπτε, συ σκέψου αν το σημάδι τούτ' έδειξ' ο θεόςεμάς ή προς τον εαυτόν σου».

Αυτού τότ' εκαθόμασθεν, ολήμερά ως το δείλι μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό φαγοποτώντας. και ο ήλιος άμ' εβύθισε, κ' ήλθε κατόπ' η νύκτα, ν' αναπαυθούμ' επέσαμετην άκρα της θαλάσσης, εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, 560 και τότε των συντρόφων μου παράγγειλατα πλοία νάμπουν και τα πρυμόσχοινα να λύσουν κείνοι εμπήκαν, εις ταις σανίδαις κάθισαν με τάξι αραδιασμένοι, και την λευκή την θάλασσα με τα κουπιά βροντούσαν. θλιμμένοι επλέαμεν εμπρός, μακράν από τον χάρο 565 πρόθυμ', αλλά των ποθητών συντρόφων στερημένοι.

Αυτά 'πε, και παράγγειλε τον θείον χοιροιρόφον 80 τόξο και σίδερο λευκό να θέση των μνηστήρων· τα 'λαβε κείνος κλαίοντας και απόθεσέ τα χάμαι· και άμ' είδε του κυρίου του το τόξο, και ο βουκόλος θρηνούσε αλλού· τους ύβρισεν ο Αντίνοος τότε κ' είπε· «Άγνωστοι αγρόταις, 'πώχετε τον νουν εις την ημέρα, 85 δύστυχοι, τι δακρύζετε, και της καρδιάς τα βάθη ταράζετε της γυναικός; και άφ' εαυτής εκείνη την λύπη τρέφει, οπ' έχασε τον ποθητόν της άνδρα, αλλ' ήσυχα καθήμενοι τρώγετε ή δώθ' εβγήτε να κλαίετε, και αφήσετε το τόξο τούτο, αγώνα 90 εις τους μνηστήραις φοβερόν· ότι με δυσκολία τούτο, θαρρώ, τανύζεται το στιλβωμένο τόξο· διότι απ' όσους βλέπω εδώ κανείς τον Οδυσσέα· δεν ομοιάζειτην ανδρειά, τα μάτια μ' ως τον είδαν, και το ενθυμούμαι καθαρά, νήπιος ακόμ' αν κ' ήμουν». 95

Πού και πού ν' ανεβάση και κανένα μελάτι. Επείσμωνε τότε ο μηχανικός και άρχιζε το βρισολούσι: — Αμ και στον Περαία να βούταγες, καϋμένε, κάτι περσότερο θα έβγαζες. Ή μήπως είδες το ψάρι κ' εβιάστηκες ν' ανεβής. Μωρέ το παληκάρι της φακής! Ο Ραφαλιάς εφουρκιζόταν στα λόγια του· αλλά και τι να κάμη; Οι μηχανικοί όλοι τους είνε μια πάστα.

Γλέπει ο Μπάκακας το Βόιδι, Και στο χόντρο του αποράει, 770 Το μεγάλο εκείνο σώμα Δε χορταίνει να τηράη. Οχ τα κέρατα ως τα νύχια Το ερευνάει με προσοχή, Κι' αγρηκάει μες την καρδιά του 775 Κάπιας ζήλιας ταραχή. Λέει, κι' εγώ ένα ζώο είμαι· Αμ γιατί έτζι αυτό τρανό; Αποτί εγώ στον κόσμο Ποταπό κι' ουτιδανό; 780

Λέξη Της Ημέρας

μούγγρισμ

Άλλοι Ψάχνουν