Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025
Τώρα δα τον Χαιρεφώντα ο Σωκράτης τον ρωτάει για τον ψύλλο, πόσ' αχνάρια του ίδιου του ποδιού πηδάει. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Μπα! χεμ κ' ένα τέτοιο πράμα να μετρήση πώς μπορεί; Ο ΜΑΘΗΤΗΣ Αμ τι θα λεγες αν μάθης κι' άλλο, πούχει κατορθώση ο Σωκράτης; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Τι; για πες μου, σε παρακαλώ πολύ. Ο ΜΑΘΗΤΗΣ Τον ρωτούσε ο Χαιρεφώντας: τι νομίζει; πως λαλεί απ' το στόμα το κουνούπι, ή από τα πισινά του;
Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, κ' εγέρθηκε ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης, 405 εβγήκε και άμ' εκάθισε 'ς τους στιλβωμένους λίθους, 'που 'ς τα υψηλά του πρόθυρα κατέμπροσθ' ευρισκόνταν, λευκοί και απ' άλειμμα λαμπροί• 'ς αυτούς είχε καθίσει πριν ο Νηλέας, 'πώμοιαζε 'ς τον νου τους αθανάτους• αλλά 'ς τον Άδη ο θάνατος επήρε αυτόν, και πάλιν 410 αυτού κάθιζε ο Νέστορας, των Αχαιών σωτήρας, σκήπτρο κρατώντας• γύρω του τα τέκνα εσυναχθήκαν, και απ' τους θαλάμους έρχονταν, ο Εχέφρονας, ο Στράτις, με τον Περσέ' ο Άρητος, και ο ισόθεος Θρασυμήδης, και ο ήρωας ο Πεισίστρατος έκτος 'ς εκείνους ήλθε. 415 και τον θεϊκόν Τηλέμαχον αυτού σιμά εκαθίσαν. και άρχισεν ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης•
Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Ήρθε να ρωτήση για την παράσταση .. . Πάει να πη δηλαδή πως ο αφέντης.... Η ψιλή κουβέντα πούχανε στήσει ψες το βράδυ κάτω στα μπάνια δε μου πολυάρεσε. Αμ' η άλλη; Τι θα γίνη με την άλλη; Ο Θεός να βάλη το χέρι του. Καλά έλεγα εγώ να φύγουμε μίαν ώραν αρχήτερα από δωπέρα. ΔΩΡΑ — Εσύ είσαι εδώ Μπάρμπ-Αργύρη; Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Εγώ, κοκώνα μου. ΔΩΡΑ — Πού είναι ο Μπαμπάς;
Αυτά 'πε, και ο Τηλέμαχος τα μάτια 'ς τον πατέρα χαμογελώντας έστρεψε, κρυφ' απ' τον χοιροτρόφο. Και άμ' απ' τον κόπον έπαυσαν κ' έτοιμος ήτ' ο δείπνος, δειπνούσαν, και όλοι ευφράνθηκαν 'ς το ισόμοιρο τραπέζι• και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, 480 την κλίνην ενθυμήθηκαν κ' εχάρηκαν τον ύπνο. Ραψωδία Ρ
ΚΑΝ. Γυιέμ τι δετόρος; τι κακαλός; αμ' τι χρυσός; ΓΑΡ. Ούλη την έπειε τη ρακή.. ι......Στοχιά του. ΚΑΝ....................Ας ην με την υγιά του. ΓΑΡ. Στάλα ρακή δε μ' άφηκε, το σβούριξε ως τον πάτο, εν ψύχα και πολυλογάς. ΚΑΝ. Σώπα και στέκει κάτω· θυμάσαι τι παράγγειλε πάσ' ένα τ' όνομά του; γιατ' άλλα τ' άπε φράντζικα κ' άλλα περί γραμμάτου.
Δεν εδιάβασα της προάλλαις, — εξηκολούθησεν ο κυρ-Στρατής — πως θα μας τα κόψουν, λέει, τα πολλά ψαλσίματα; — Αμ δεν θα μας τα κόψουν; Εν τω μέσω της αιθούσης ήτο η τράπεζα έτοιμος. Επί νεοσιδηρωμένης λευκής οθόνης, έκειντο απαστράπτοντα εκ καθαριότητος πάντα τα επιτραπέζια σκεύη, εν τάξει οικοκυρική, γυναικείας μάλλον δεξιότητος — οι άγαμοι, με τον καιρόν, αποκτούν καμμιά φορά, έξεις οικοκυράς.
Αυτά 'πε, και όλαις έφθασαν ομάδι τότε η κόραις, μ' ελεεινό παράπονο, με δάκρυα πυρωμένα· των πεθαμένων τα κορμιά πρώτ' έφερναν και κάτω 'ς της καλοτείχιστης αυλής την αίθουσα τα βάζαν, Το’ να με τάλλο σύνεγγυς· ταις έβιαζ' ο Οδυσσέας, 450 και κείναις αναγκαστικά τους πεθαμένους φέρναν· κατόπι τα περίλαμπρα θρονιά και τα τραπέζια με νερό και μ' ολότρυπα σφογγάρια καθαρίσαν. οι τρεις τότε, Τηλέμαχος, Εύμαιος και βουκόλος, με ξύστραις όλον έτριβαν του τεχνικού μεγάρου 455 το πάτωμα· κ' έξ' έπαιρναν κ' ερρίχναν η γυναίκες. και άμ' όλο τακτοποίησαν το δώμα εις κάθε μέρος, ταις κόραις απ' το μέγαρον εσύραν εις την μέση, 'που τον λαμπρόν αυλόγυρον χωρίζει από τον θόλο· εκεί ταις στενοχώρησαν, όθε φυγή δεν είχαν. 460 και ο φρόνιμος Τηλέμαχος τότε 'ς τους άλλους είπε· «Δεν θέλω εγώ με θάνατον αγνόν να ξεψυχήσουν αυταίς, 'που καταράσθηκαν συχνά την κεφαλήν μου και της μητρός μου, κ' έσμιγαν κρυφά με τους μνηστήραις».
Έδειχνε ποτέ τίποτες ο χριστιανός; Αμ' αυτός καλά-καλά, ούτε την έκλαψε, που λέει ο λόγος, τέτοιαν άγια γυναίκα.
Εκ Θεού! Νά και τα μαλλιά της τα κόκκινα ! Αμ τα μάτι! τί σου λέει το μάτι; Έχει και τα κόκκαλα τα πεταγμένα κάτω απ’ τα μάτια!. . . Η Λιόλια χωρίς νακούη τι λέγανε στην άλλη άκρη πούχε τραβήξη η Κερά Γεώργαινα το τραπέζι κ’ εκεί απάνω είχε όλα του παιδιού τα πράματα-αισθάνθηκε με της μητέρας τη μαντική ψυχή πως κάτι τρομερό γινόταν εκεί αποπάνω απ’ το παιδί της, αισθανόταν τις ματιές των γυναικών που περνούσαν πάνω απ' το κορμί της σαν πνοές παγωμένες, σαν ξουράφια που άγγιζαν ξυστά το πρόσωπό της. . κι ανατρίχιαζε σύσσωμη. . –κι η καρδιά της είχε γίνει κρούσταλλο. . . Μόλις έφυγαν οι Μοίρες, φώναξε της Κερά Γιώργαινας και της ζήτησε το παιδί.
Αυτούς λοιπόν τους Μελετινούς τους έκαμε τώρα όργανά του. Γνωρίζοντας το σφυγμό του Κωσταντίνου, πούτρεμε άμ' άκουγε στάση και ταραχή, βάζει τους Μελετινούς και διαδίνουν παντής λογής ψεύτικες κατηγορίες εναντίον του Ιεράρχη της Αλεξάντρειας. Φτάνουν αυτές οι συκοφαντίες ως την Πρωτεύουσα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν