Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025
Είπε, κ' εις όλους άρεσεν ο λόγος του Αμφινόμου. και άμ' έφθασαν 'ς τα δώματα του θείου Οδυσσέα, εις ταις καθήκλαις.
«Υβριστικοί και απόκοτοι μνηστήρες της μητρός μου, 'ς την τράπεζ' ας τερπώμασθε για τώρα, και αμ' ας παύση ο βοητός' κ' είν' εύμορφο τέτοιον αοιδόν ν' ακούης, 370 ως είναι αυτός, 'που των θεών εις την φωνήν ομοιάζει• αλλ' άμα φέξ', εις σύνοδο θε να καθίσουμ' όλοι, να σας κηρύξω φανερά το σπίτι μου ν' αφήστε• δείπνους αλλού ζητήσετε• τρώγετε τα δικά σας, μ' ανταλλαγή πηγαίνοντας καθείς 'ς το σπίτι τ' άλλου• 375 και αν πάλιν σεις ευρίσκετε καλό και δίκαιο τούτο, ανθρώπου ενός απλέρωτα να φθείρετ' η ουσία, θερίζετε• και βοηθούς εγώ τους αθανάτους θα κράξω, την εκδίκησιν ίσως μου δώση ο Δίας, κ' έτσι εδώ μέσ' απλέρωτα κατόπι αφανισθήτε». 380
Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, κ' εφόρεσεν ο Οδυσσηάς χιτώνα και χλαμύδα• μανδύαν λαμπροΰφαντον μέγαν ενδύθ' η νύμφη 230 χαριτωμένον και λεπτόν, κ' εζώσθηκε ζωνάρι χρυσόν, ωραίο, κ' έβαλε 'ς την κεφαλή καλύπτρη. να προβοδά τότ' άρχισε τον θείον Οδυσσέα. αξίναν του 'δωκε τρανήν, αρμόδια 'ς την παλάμη, χάλκινη, κ' ήταν δίστομη• και μέσ' είχ' εμπηγμένο 235 σφικτά στελειάρι ελάινον εύμορφο, και σκερπάνι του 'δωκε ακόμη ακονιστό• κ' εκίνησεν εμπρός του προς κάποιαν άκρη του νησιού, οπού 'χε υψηλά δένδρα, κλήθρη και λεύκα κ' έλατο, 'που τον αιθέρα εγγίζει, από καιρούς κατάξερα, ώστ' ελαφρά να πλέουν. 240 και αφού τον τόπο του 'δειξεν, οπού 'χε υψηλά δένδρα, η Καλυψώ 'ς το δώμα της η αθάνατη επανήλθε• τα ξύλα εκείνος έκοβε, και 'ς το έργον επροχώρει• όλα όλα είκοσιν έρριξε, πελεκητά τα επήρε• με τέχνη τα εσκερπάνισε, κ' ίσιασε αυτά 'ς την στάφνη. 245 ωστόσο η θεία Καλυψώ του 'φερε τα τρυπάνια, και άμ' όλ' αυτός τρυπάνισε και τ' άρμοσ' όλ' αντάμα, με ξυλοκάρφια την πλωτή και αρμούς σφυροκοπούσε. και όσο πλατειά την πατωσιά για φορτηγό καράβι άξιος μορφόνει ξυλουργός, τόσο και της πλωτής του 250 κείνος το πλάτος έκαμε• κ' έστησε ταις σανίδαις ορθαίς, και, με στραβόξυλα πυκνά δένοντας όλα, έπλαθεν• ετελείωσε με μακρυνά δοκάρια. κατάρτι έπλασεν έπειτα, και αντένα, οπού ταιριάζει• πηδάλι ακόμη εμόρφωσε, μ' αυτό να κυβερνάη• 255 και με κλαδιά της λυγαριάς την έφραξε όλη πέρα, του κύματος προφυλακή, και μέσα εσώρευσ' ύλη. κ' έφερε υφάσματα η θεά, να γίνουν τα πανία, και αυτός εφιλοτέχνησε κ' εκείνα• και κατόπι απλαίς 'ς εκείνην έδεσε, σκόταις και παλαμάρια, 260 και με λοστούς την έσυρε 'ς την θάλασσα την θεία.
Αυτά 'πε, και, ως παράγγειλε, μ' ορμήν όλοι ακοντίσαν 255 κ' η Αθηνά κατώρθωσε χαμέν' όλα να πέσουν· άλλος τον στύλον κτύπησε του στερεού μεγάρου, άλλος την θύρα με πυκναίς σανίδαις αρμοσμένη, και άλλου 'ς τον τοίχον έπεσε το φράξο χαλκοφόρο. και άμ' όλοι κείνοι ξέφυγαν τ' ακόντια των μνηστήρων, 260 τους είπεν ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας· «Ω φίλοι, κ' εγώ θα 'λεγα κ' εμείς εις των μνηστήρων το πλήθος ν' ακοντίσουμεν, αφού σιμά 'ς τα πρώτα, όσα μας έκαμαν κακά, διψούν να μας φονεύσουν».
Βλέπει ο Μπάκακας το Βόιδι, Και στο χόντρο του αποράει, Το μεγάλο εκείνο σώμα Δε χορταίνει να τηράη. Οχ τα κέρατα ως τα νύχια Το ερευνάει με προσοχή, Κι' αγρηκάει μες την καρδιά του Κάπιας ζήλιας ταραχή. Λέει, κι' εγώ ένα ζώο είμαι· Αμ γιατί έτζι αυτό τρανό ; Αποτί εγώ στον κόσμο Ποταπό κι' ουτιδανό; Και μ' αυτόν το λόγο εβάλθη Το μικρό του το κορμί, Μάκρου πλάτου να φουσκόνη Μ' όση μπόρεγεν ορμή.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν