Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025


Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• «Πατέρα, ως είπες, θα γενή• συ φύγ' άμ' εσπερώση, και γύρισ' αύριο την αυγή, και σφακτά φέρε ωραία• 600 ως προς τα εδώ πρώτα οι θεοί κ' ύστερα εγώ φροντίζω».

«Μάννα, έλα βάλε μου κρασί γλυκό μες τα λαγήνια, το νόστιμον, έξω απ' αυτό, 'που συ φυλάς για κείνον 350 τον άμοιρον, ότι θαρρείς πως κάποθ' ίσως θα 'λθη ο διογενής ο Οδυσσηάς, τον θάνατον αν φύγη. και γέμισέ μου δώδεκα, και άμ' όλα σφάλισέ τα, και αλεύριατα καλόρραφτα δερμάτια να μου χύσης, να γείνουν μέτρα είκοσι μυλαλεσμένο αστάχυ. 355 και γνώριζέ τα μόνη σου• και όλα μαζή να τα 'χης, ότι θε να 'λθω αποσπερής να τα σηκώσω, οπόταν θε ν' αναιβή 'ς τ' ανώγια της ν' αναπαυθή η μητέρα. ότι θα πάωτην Σπάρτη εγώ καιτην αμμώδη Πύλο, ο αγαπητός πατέρας μου ν' ακούσω αν θα γυρίση». 360

Αμ γιατί; παρακαλώ, Ρώτησα, και γέλασα, Κουτζόγλωσον με θέλεις, Και μου το παραγγέλεις; Ή γιατί περιγελώ, Τα πολύ παράξενα, Τα λέγω παρρησία Μ' ελευτεροστομία. Φανερά κατηγορώ Όπιον με αδίκησε, Και τα παράπονά μου Δεν κρύβω στην καρδιά μου. Μην επάντεχες θαρρώ, Πως γιατί φλυάρησες Και οπίσω μου κι' ομπρός μου Εγίνηκες οχτρός μου, Και θα σε ξεδικηθώ; Μη, μη το φαντάζεσαι.

Και πού είν' αυτή η Ευρώπη; — Να, ξεύρω κ' εγώ; αυτού που είναι το παιδί μου. Δεν άκουσες να λένε τίποτε για το παιδί μου; — Όχι, κυρά. Και πώς το λένε το παιδί σου; — Αμ' ξέρω και γω μαθές; Ο νουνός του το βάφτισε Γιωργή, και πατέρας του ήτανε ο Μιχαλιός ο πραγματευτής, ο άνδρας μου.

Αυτά 'πε, κ' ευθύς του 'στειλε ο βροντόφωνος Κρονίδης δύ' αετούς απ' την κορφή του όρους να πετάξουν• και αυτοί για ολίγο επέτονταν εις ταις πνοαίς τ' ανέμου, με ταις φτερούγαις τεντωταίς, ο ένας σιμάτον άλλο. και άμ' ήλθαντην πολύφωνη την σύνοδο, 'ς την μέση, 150 με συχνοφτερουγιάσματα τότ' εστριφογυρίσαν, και όλων αυτών ταις κεφαλαίς θανατηφόρα εκύτταν. και με τα νύχια ως έσχισαν ταις όψες, τους λαιμούς τους, δεξιά' φυγαν διαβαίνοντας τα σπίτια και την πόλι. και τα όρνεα κείνοι εθαύμασαν 'που εφάνηκαν εμπρός τους, 155 και όλο εκινούσαντην ψυχή τα έμελλαν να γείνουν. και ο γέρος τους αγόρευσεν, ο ήρωας Αλιθέρσης, ο Μαστορίδης, 'π' έξοχος των ομηλίκων ήταν, των όρνεων εις την γνώρισι κ' εις το να προμαντεύη• εκείνος τους αγόρευσε καλόγνωμα και είπε• 160

Τι βάμμα όμως να προτιμήση; Γαλάζιο, μαύρο, κόκκινο, βυσσινί; ή να βάλη καλήτερα ξανθό, καστανό, πράσινο, σταχτί; Μα τάχα και το κίτρινο δεν είν' ώμορφο; 'Αμ' εκείνο το σοκολατί πάλε τι σου λέει! — Γειά σου, κυρά νύφη· είπε στην κοπέλλα αναμπαιχτηκά· δε μου δίνεις και συ μια γνώμη; Σηκώθηκε ορθή. — Τι γνώμη;

ΠΝΕΥΜΑ Κ' εκδικητής να γίνης, άμ' ακούσης, πρέπει. ΑΜΛΕΤΟΣ Και τι;

ΑΝΑΤ. Εφτά, άνταμ.... να, μέτρα.... Λογιώτατο, ένα,......Μωραΐτη, ντυω,......Κυπριώτη, τρία,......Χιώτη, τέσσερα,......Αρβανίτη, πέντε,...... Κηρτικό, έξη,......Εγώ, επτά. ΞΕΝ. Αμ' ο Λογιώτατος; ΑΝΑΤ. Πρώτα εκείνο είπα, άνταμ! ΞΕΝ. Αμ' ο Κυπριώτης; — ΑΝΑΤ. Κ' εκείνο είπα. ΞΕΝ. Εν τους μετρήσετεν καλά. ΑΝΑΤ. Εσύ μέτρησε, να γτιούμαι. ΞΕΝ. Μέτρα — η αφεντιά σας; — ΑΝΑΤ. Ένα.

Εκείνος αν επάλαιψε, επάλαιψε με τους ανθρώπους· αμ' εσύ που τάβαλες με τους διαβόλους; Το ξέρω εγώ· ερχόντουσαν τη νύχτα στο κελί σου σαν πεντάμορφες παρθένες κ' εσύ τις έδιωχνες κ' εκοιμόσουν ολόγυμνος στα χιόνια για ν' αποφύγης τον πειρασμό. Δεν λέγω, νοικοκύρης είσαι· μα τόση περιφρόνησι, θαρρώ, δεν σου άξιζε.

Έτσι βέβαια, αμ' πώς; Σαν έμειναν μόνοι οι δυο γέροι άρχισαν να μιλούν και φωναχτά. — Σαν να πέρασε η ώρα! είπε ο Καπετάν Βαγγέλης. — Ώρες κυττάς τώρα! είπε ο Μπαρμπα-Δημητρός. — Δεν τις κυττάω εγώ. Τις κυττάει η γερόντισσα, αποκρίθηκε αναστενάζοντας ο Καπετάν Βαγγέλης. Εσύ την πάντρεψες και ησύχασες. Ποιος σ' ερωτάει; Ο Μπαρμπα-Δημητρός το γύρισε στο μεράκι. — Τρομάρα μου. Ώμορφος κατάντησα.

Λέξη Της Ημέρας

μούγγρισμ

Άλλοι Ψάχνουν