Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025
Κ' επειδή έφευγε πια το καλοκαίρι κ' έφτανε το χυνόπωρο, του ετοίμαζε την εξοχή ο Λάμωνας, ώστε να του αρέση σ' όλα άμα την έβλεπε· πάστρευε τις πηγές για νάχουν νερό καθαρό· έβγανε την κοπριά από την αυλή για να μη τον πειράξη βρωμώντας· σιγύριζε το περιβόλι για να φανή όμορφο.
Έκαμε κάθε τρόπο ο 'γούμενος να τον ξαναφέρη στα νερά του, είχε όμως να κάμη με χαραχτήρα διαμαντένιο, αλύγιστο και η πονηριές του σαν νερό, έσπαναν κ' εσκορπιόνταν ανίσχυρες απάνω στον ακλόνητο βράχο της αρετής του καλόγερου. Και τώρα ο καλόγερος δε βρίσκεται στο Μοναστήρι και όλοι θυμούνται τον χαραχτήρα και τα λόγια του, χωρίς κανένας να έχη το θάρρος να τονε μιμηθή.
Κι' αν θέλης πάλι κάθεσαι και μου βοηθάς 'ς το θέρο Όσο να ισκιώσουν τα ριζά και να μας πιάκ' η νύχτα, Να πάμε 'ς την καλύβα μου να κοιμηθούμε αντάμα. — Εγώ είμαι κόρη του βουνού και τσέλιγγα κοπέλλα, Τον κάμπο εγώ δεν τον φτουρώ και χλιό νερό δεν πίνω, Δεν εχεράκωσα ποτέ δρεπάνι εγώ για θέρο, Δε ζάρω από χερόλαβα, να πήγω γάλα ζάρω, Ζάρω ν' αρμέω τα πρόβατα, να σαλαγάω τα γίδια.
— Το νερό μας έκοψε, δεν πίνεται... Κάθεσθε, να πάω ως την βρύσι, να φέρω νερό; Έρχεσαι, είπε προς εμέ, μαζί μου; — Όχι, κάθησε συ, είπεν ο Γιαννιός, που είσαι πολύ αποσταμένος, και πάω εγώ με τον Αλέξανδρον. Δεν πάμε καλύτερα και οι τρεις μας; είπα εγώ... Δεν θα φάμε κι' όλα, κάτω στην βρύσι; — Εγώ το ξέχασα πώς τρώνε, είπεν ο Νικολός. Μα πώς θα τ' αφήσωμε αυτά εδώ;
Σαν πλώρη καραβιού αναποδογυρισμένη εσφίνωνε στο νερό η σαγώνα του και αποκάτω έχασκε κατακόκκινο βάραθρο ο φάρυγγάς του και τα τριγωνικά δόντια του τετράδιπλοι στίχοι άσπριζαν επίφοβα. Στα πλάγια του λαιμού πέντε γραμμές μεγάλες, κατάμαυρες εχόχλαζαν το νερό που έπαιρνε το στόμα του σαν σιφούνοι αδιάκοπα.
Είπα, και η θαυμαστή θεά μου απάντησεν αμέσως• «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, εις το καράβι σου οδηγόν καθόλου μη ζητήσης• 505 άμα τεντώσης τα λευκά πανιά 'ς τ' ορθό κατάρτι, κάθου• φυσώντας ο Βορηάς θα σου οδηγά το πλοίο. αλλ' άμα τον Ωκεανό διαβής με το καράβι, άγριαν θα ιδής ακρογιαλιά, και της Περσεφονείας τα δάση, λεύκαις υψηλαίς, χασόκαρπες ιτέαις. 510 εις τον βαθύ Ωκεανό την πλώρη αυτού να στήσης, και συ 'ς του Άδη κίνησε τ' αραχνιασμένο δώμα, όπου ο Πυριφλεγέθοντας 'ς του Αχέροντα το κύμα, και ο Κώκυτος, 'που της Στυγός απόκομμ' είναι, ρέουν• πέτρ' είναι, όπου βαρύκτυπα τα δυο ποτάμια σμίγουν. 515 και ως φθάσης, ήρωα, κει σιμά 'ς το μέρος, 'που σου λέγω, λάκκο μιαν πήχη σκάψ' ευθύς του μάκρου και του πλάτου, και χύσε γύρω αυτού χοαίς όλων των πεθαμένων• και αφού βάλης μελίκρατο, γλυκό κρασί κατόπι, τρίτα νερό, και μ' άλευρα λευκά τα πασπαλίσης, 520 'ς ταις άδειαις κάραις των νεκρών εύχου θερμά, και τάξου δαμάλα στείρα διαλεκτή να σφάξης άμα φθάσης εις την Ιθάκη, και πυράν πολύδωρη να κάψης, και να προσφέρης χωριστόν αρνί του Τειρεσία, ΟΜΗΡΟΥ κατάμαυρο, 'που δεύτερο δεν θα 'χη το κοπάδι. 525 και άμα ικετεύσης τάνδοξα των πεθαμένων πλήθη, κριάρι σφάξε, ολόμαυρη κοντά του προβατίνα, και στρέψε τα 'ς το έρεβος• συ γύρε αλλού την όψι προς ταις ροαίς του ποταμού• και τότε αυτού θε να 'λθουν να σ' εύρουν αναρίθμηταις ψυχαίς απεθαμένων. 530 και κάμε τους συντρόφους σου να γδάρουν και να κάψουν τ' αρνιά ριμμένα, ως τα 'σφαξε το αλύπητο μαχαίρι, κ' έπειτα ευχαίς των δυο θεών ειπήτε, εις τον ανδρείον τον Άδη και εις την άσπονδην αντάμα Περσεφόνη. και συ το ξίφος γύμνωσε, κάθου και μην αφίνης 535 ταις άδειαις κάραις των νεκρών καθόλου να σιμώσουν 'ς το αίμα, πριν συμβουλευθής εσύ τον Τειρεσία. ο μάντης θα 'λθη ευθύς εκεί να σ' εύρη, ω πολεμάρχε• αυτός τον δρόμο θα σου ειπή, του ταξειδιού τα μέτρα, και πώς, το πέλαο σχίζοντας, θα φθάσης 'ς την πατρίδα». 540
Πόσαις φοραίς μέσ' 'ςτ' αυλακιού καθόμασταν το φρύδι, Κ' επαίζαμαν με το νερό, πόσαις φοραίς 'ςτά χόρτα Μ' έρριχνε σαν παλαίβαμαν, πόσαις φοραίς 'ς τα δάση Σαν μάτωνε το χέρι μου αυτή μου το φιλούσε!... Κι' αν δάκρυζαν τα μάτια μου κι' αν πόναγα ποτέ μου, Αυτή μ' εσφόγγιζ' ελαφρά, κι' αδερφικά η καϋμένη Με χίλια χάιδια και φιλιά μου πέρναγε τον πόνο. Όμως εγώ δεν άπλωσα ποτέ να την φιλήσω.
Τα νερά του χαδέβουν τους τοίχους και τα γεφύρια· αντανακλούν τα παλάτια και τους λόφους, τον τρεχάμενο λαό και το φιλόσοφο. Αργοπορεί το κύμα σα να θέλη να σταθή, για να χαρή ακόμη μια στιγμή την πόλη και την ομορφιά της. Τη νύχτα με το φεγγάρι, την ημέρα με τον ήλιο, ζουγραφίζει μέσα του ο ποταμός το κάθε πράμα και βγάζει την ωραία εικόνα που βλέπει. Η μια πόλη κοιτάζει την άλληνα μέσα στο νερό.
Μια κοπέλλα αγκαλιασμένη μ' ένα παλικάρι το κύτταζε γλυκά στα μάτια και τα χείλια τους στέκανε κλειστά σαν μπουμπούκια τριανταφυλλιάς. Και τα βουβά χείλια μοιάζανε σα να μιλούσανε λόγια της αγάπης. Μέσα στα νερά της λίμνης περνούσε ένα μονόξυλο. Τα κουπιά του σχίζανε το γαλάζιο νερό. Και το νερό δεν είχε φλοίσβο κανένα, μόνο ροφούσε το φως με βουβή λαχτάρα.
Το δε να γείνω βασιλεύς, απίθανον εξ ίσου όσον να γείνω Καουδώρ. Να μου ειπήτε πόθεν σας έρχετ' η ανήκουστος αυτή πληροφορία; και διατί 'ς αυτόν εδώ τον έρημον τον λόγγον μ' αυτούς σας τους προφητικούς χαιρετισμούς κ' αι τρεις σας τον δρόμον μας εκόψετε; Σας εξορκίζω, 'πήτε! ΒΑΓΚΟΣ Βγάζει κ' η γη, 'σαν το νερό κ' εκείνη, φουσκαλίδες! Φούσκαις της γης ήσαν κι' αυταί. Τι έγειναν; πού είναι;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν