Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025


Κ' ένα σκυλί στην πρύμη δεμένο εγύριζε μάτια κατακόκκινα, εδάγκωνε τα ξύλα, έτρωγε την αλυσίδα του, άρπαζε κ' ετράβα με πάθος την ουρά και το νερό κυτάζοντας αλύχταγε και αλύχταγε, σαν να το έβριζε που τ' άφησεν ακόμη ζωντανό, αφού τ' αφεντικά του τ' άρπαξεν ο ρούφαλας. Έκαμε ακόμη μερικά βήματα ο καπετάν Ξυρίχης και άξαφνα ευρέθηκεν εμπρός στο μπάρκο του.

Χλιμίντρησαν δυνατά και δυο μουλάρια, σα να χαιρέτιζαν κι αυτά τα καϋμένα το γλυκοξημέρωμα, εκεί που δρόσιζαν τα διψασμένα ρουθούνια τους στο νερό. Ο αγωγιάτης τ' αράδιασε ύστερ' από κουτσάκι σε κουτσάκι σαμαριού με τα καπίστριά τους και τάσυρε κατά το μοναστήρι σουρίζοντας.

Δρόμους ξεχωριστούς πήραν οι στοχασμοί μας, μα συναπαντηθήκαν πάλι και δεμένοι σα μ' ένα παράξενο μυστικό αίστημα, που ήθελε να προκαλέση τη μοίρα, καθόμαστε πλάγι πλάγι, ενώ μπροστά μας περνούσαν οι τοποθεσίες αραδιαστές, φωτισμένες από τον ξάστερο ανοιξιάτικο ήλιο, περιβρεγμένες από τα γαλανόλαμπο νερό, που ένας αλαφρός άνεμος το έκανε να τρεμουλιάζη. Η αντίστασή μου είχε χαθεί τώρα ολότελα.

Δεν θέλω γέρους να κυττώ, που κάποτε ασπρίζουν και κάποτε με μια βαφή σαν την σουπιά μαυρίζουν. Δεν θέλω πλέον να κυττώ τας εκλεκτάς κυρίας να πιάνωνται νυχθημερόν με τας υπηρετρίας, δεν θέλω τα φουστάνια των να με γεμίζουν σκόνη, δεν θέλω νάμαι άγαμος, αλλ' ούτε παντρεμμένος, δεν θέλω Ρήγας σπαθωτός εμπρός μου να φουσκώνη σαν ένας γέρο-βάτραχος από νερό πρησμένος.

Ο πατριάρχης τους ασπροφλόκατος, αρματοζωσμένος, με το καριοφύλλι στον ώμο και το τσιμπούκι στο χέρι, κάθεται σταυροπόδι στον άμμο και δεν αφίνει να γεμίση νεροβάρελο αν δεν πληρωθή πρώτα. — Μπισμάτ!.. μπισμάτ!.. φωνάζει αγριόθυμος, ζητώντας με λιμασμένα μάτια ψωμί από τους ναύτες μας. Πόσα και πόσα δεν γίνονται για το νερό εκεί κάτω!

Κ' έχει για καπετάνιο δράκο της θάλασσας· έχει για ναύτη του δράκου τον υγιό· έχει ναυτόπουλο ένα κλαψάρικο παιδί. Κλαίει και μύρεται το ναυτόπουλο· θυμώνειξεθυμώνει ο ναύτης· βλαστημά και μάχεται ο καπετάνιος μεγαλόψυχος. Και το ξύλο λυγερό, λεβέντικο φεύγει και χάνεται απάνω στο νερό, που σηκώνεται πύργος να του φράζη τον δρόμο, που απλώνει πλοκάμια να το σύρη στους βυθούς.

Εγώ την ανεβοκατέβαζα από το ζώο μου στους ανήφορους και στους κατήφορους, εγώ την έπιανα από το χέρι στα ποτάμια και στους γκρεμούς, εγώ την επότιζα νερό με τ' αχώριστο πιξαρένιο καυκοπουλό μου στες κρυόβρυσες του Πίνδου, εγώ της έδωκα το ψάθινο σκιάδι μου, πώφερνα πάντα στα ταξείδια, για να μη την κάψουν τα λιοπύρια του Θερτή.

Το νερό πετάχτηκε δυνατά, και τα ρούχα της Ιζόλδης έγιναν μουσκίδι: απάνω από τα γόνατα ανέβηκε η κρυάδα. Άφησε εκείνη μικρή φωνή, και σπηρούνισε το άλογό της γελώντας τόσο δυνατά και καθαρά ώστε ο Καερδέν τρέχοντας πίσω της, την ερώτησε: «Ωραία αδερφή, γιατί γελάτε; — Για μια ιδέα που μου ήρθε, ωραίε αδερφέ.

Ο Χάρος μόλις πάρη τον πεθαμένο τον περνάει πρώτα από της Άρνης το βουνό· ένα βουνό θεόρατο και δασωμένο. Στη ρίζα του βουνού είνε της Αρνησιάς η βρύση που τρέχει νερό κρύσταλλο. Του δίνει και πίνει νερό και αρνιέται για μιας τους δικούς του.

Κυρ λοχία, να σ' αποκόψω και με το συμπάθειο κι όλας, βαρέθ' κε κάνας δικός μας; είπε με λαχανιασμένη φωνή ο κοντόχοντρος λεβέντης. — Βαρέθηκαν δυο· μιανού τόκοψαν το δάχτυλο, τ' αλλουνού του μπήκε η σφαίρα, να εδώ στην πλάτη, γω του την έβγαλα και γελούσε. Απ' τα σκυλιά λες; όσους θέλεις. — Ύστερα, κυρ λοχία; — Νύχτωσε. Ούτε ψωμί, ούτε νερό, ούτ' ένα ρούμι.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν