Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025


Έτσι την έσυρ' από το καπίστρι, κι αφίνοντας εκεί το σαμάρι της με τη καβάλα μου ολόβολη, κολυμπημένα 'ςτο νερό μέσα, γύρισα μαζύ με τη μούλα τον κατήφορο 'ςτο χάνι του Τρίκκα. Το χάνι ήτον κλεισμένο. Έλειπε 'ςτο χωριό του ο Παλιοχωρίτης χαντζής. Στου κατωγιού του την πόρτα στέκοντανένα παραστάτη ριζωμένος ο ξάδερφός μου, ζυφτάρι καμωμένος από τη βροχή.

Η ίδια η ομορφιά και δω καθώς κι αντίκρυ, και στο χωριό. Μα εδώ σα νάχη κατιτίς πιο μαλακό, πιο ξανοιχτό η ρωμαίικη η ομορφιά. Το νερό, φίλε μου, το νερό της Πόλης τόχει. Θαρρώ πως και μια Μπουμπουλίνα να την κλείσης εδώ, θαρχίση να σου μισοσφαλνάη τα ματάκια της, να μισοδαγκάνη τα παχουλούτσικα χείλη της, και να σου πετάη ραβασάκια.

Όλα είχαν πέσει μέσα σε μια τρεμάμενη σιωπή όπως μέσα σε τρεχούμενο νερό. Και ο Έφις θυμόταν τα μακρινά βράδια, τον χορό, τα νυχτερινά τραγούδια, την ντόνα Λία καθισμένη επάνω στην πέτρα στη γωνιά της αυλής, αναδιπλωμένη σαν νεαρή φυλακισμένη που ροκανίζει τα δεσμά της και σιγά σιγά προετοιμάζει την δραπέτευσή της. Κεφάλαιο πέμπτο

ΑΓ. ΔΗΜ. Ήμουν κι' εγώ βλάστημος και διώκτης και υβριστής, κάτω από την κεντημένη τήβενο σωστός ληστής. Μα ελεήθηκα από τη μακροθυμία του Χριστού κι' έγινα υποτύπωσις κάθε πιστού, που θα τον βρη η χάρις και το έλεος και η ειρήνη. Μετά νοιώσε και συ, η ποίμνη σ' αναζητάει του βοσκού σαν πρόβατο χαμένο. Έχω εδώ λίγο νερό στη στάμνα φυλαγμένο, το βάφτισμα αμέσως να χαρίσω σου της σωτηρίας.

Ω φωνάζουν όλα αντάμα Τα Ψαράκια, ω! τι θιάμα Σπίτια, δέντρα, όλα ένα Νάτα καταποντισμένα. Φόβου τόπος πλιο δε μένει· Πέλαγος η οικουμένη· Ήρθε ήρθε ο καιρός μας. Είναι ο κόσμος εδικός μας. Τι λες, Μάνα, είναι χρεία Να 'χομε άλλην υποψία ; Μάλιστα, παιδιά μου, τώρα, Να φοβάστε είναι ώρα, Το νερό αυτό διαβαίνει, Κι' η στεριά σαν πρώτα μένει Σταματάτε, αφηκραστήτε, Μην αντέστε, και χαθήτε.

Μα έχουν τη μεγαλήτερη της ομορφιάς την αντίπαλη, τη ρωμαίικη τη χάρη και τη νοστιμάδα. Είναι και ντυμένες κατά τη μόδα. Η Κυρία μας πρέπει να την ξέρη τη μόδα νερό. Με τα πρωινά της είναι ακόμα. Τα κατάμαυρά της μαλλιά τάχει στρεφογυρισμένα με μιαν αταξία, που χρειάζεται χρόνια σπουδή να τη μάθης. Τα χερουλάκια της γλυκοπαίζουν απάνω στον ώμο της κόρης της. Φεύγει το κορίτσι, ακολουθάει ο δούλος.

Ακόμη και τα φαντάσματα εκείνη τη νύχτα δεν τολμούσαν να βγούνε, τόσο φως υπήρχε τριγύρω. Και το νερό μουρμούριζε μοναχικό, χωρίς να το συντροφεύουν τα χτυπήματα από το πλύσιμο των ρούχων των πάνας. Και τα φαντάσματα ήταν γαλήνια εκείνη τη νύχτα. Ο υπηρέτης μόνο δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Σκεφτόταν την ιστορία του Τζατσίντο και του λιμενάρχη και δοκίμαζε μιαν ατέλειωτη γλύκα, μιαν ατέλειωτη θλίψη.

— 'Σ εσένα πέφτει ο κλήρος, παιδί μου Γιάννη, είπεν αποτεινόμενος προς τον Μπουκώσην. Σύρε να γεμίσης τα δυο σταμνιά, νάχης την ευκή του παπά μας, και σε καρτερούμε, δεν τρώμε... Πάρε και μια αναμμένη λαμπάδα να βλέπης στο δρόμο, και πάτει γερά, ώμορφα ώμορφα... να μη σπάσης τα σταμνιά, και το πάθης σαν το τραγούδι που λένε... και μας αφήσης κ' εμάς χωρίς νερό.

Χρόνια και μήνες πλάνεσα, σαν διψασμένο αλάφι Ναύρω τ' αθάνατο νερό να πιω να μην πεθάνω. Τάχα από ποιο βουνόκορφο και ποιόν γκρεμό να πέφτη; Σε τι λαγκάδι να περνά.

Ή πως έπεσε στο νερό και θα τονέ βγάζανε πνιγμένον και τότε ούτε η μαμά, ούτε ο μπαμπάς, ούτε ταδέρφια θα μπορούσανε να ξαναχαρούν. Ο Σβεν τάκουγε όλα αυτά κ' εννοούσε μόνο πως η μαμά τον αγαπούσε περσότερο από όλους τους άλλους. Έπειτα έβαλε η μαμά το Σβεν και της διηγήθηκε τι είδε και τι έκαμε, πώς διασκέδασε και πόσο μακριά πήγε.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν