Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025
Σε λίμνης άκρα εζύγοσε να πιη, και να δροσίση Το διψασμένο αχείλι του, τη φλόγα του να σβύση. 50 Συχνοβουτάει στο νερό τη μούρη και ρουφάει, Και τρομασμένο, ασίγητο, εδώ και εκεί τηράει. Μον σαν απόπιε, εχόρτασε, και ο φόβος λιγοστένει, Τον τόπο να κατατηράη περσσότερο θαρρεύει. Τόσο νερό θιαμαίνεται να πρωτοϊδή ομπροστά του· 55 Της πρασινάδες χαίρεται οπώχει ολόγυρά του.
Σωκράτης Θα κάμω όπως λέγεις, θα επανέλθω δε εις το Κυνόσαργες όπως περιπατήσω εκεί από όπου εδώ προσεκλήθην. Χαιρεφών Ποιά φωνή μας ήλθεν, Σωκράτη, μακρυά από τα ακρογιάλια, εις εκείνο το ακρωτήριον ; Πόσον ώμορφη είναι να την ακούη κανείς. Ποίον ζώον τάχα να είναι; Διότι είναι άφωνα, καθώς είναι γνωστόν, όσα ζουν εις το νερό.
Ημπορούσε 'σάν ψάρι να στρέφεται και να γυροβολά μέσα εις το νερό, ημπορούσε και να σκαρφαλώνη καλύτερα από κάθε άλλον και να προσκολλάται στερεά επάνω εις τας πλευράς των βράχων σαν κοχλίας· είχε ισχυρά νεύρα και τένοντας, και αυτό το εδείκνυεν εις το πήδημα, που το έμαθε πρώτα από την γάτα και κατόπιν από την αίγαγρον.
Κ' εγώ στον καλογυρισμό θα νάβγω στο καρτέρι, Να σας διπλώσω τα καυκιά και τα κρασοποτήρια. Όλα του Ολύμπου τα χωριά, όλα κοράσια τρέφουν Κοράσια σαν το κρύο νερό και της αυγής την στάλλα.
Προέκυπτον εδώ κ' εκεί τα μεγάλα κόκκινα άνθη των ροδοδαφνών, τα χιονώδη της μυρτιάς και πλούσια τα φυλλώματα των κουμαριών. Εις τους πόδας του βουνού λιθόκτιστος βρύσις έχυνε προς τα έξω διά μικράς μαρμαρίνης λεκάνης νερό ψυχρόν και διαυγές απ' ολίγον μακράν ήρχετο βοή αδιάκοπος, ο ρόχθος του Βρόντου, μικρού καταρράκτου, χυνομένου διά πλακοστρώτου κοίτης εις το λαγκάδι του Μπάστα.
Μια Απριλιάτικη βραδιά Μια νύχτ' αστερωμένη 'Ψηλά, 'ς του Πίνδου τα βουνά Μονάχος μου καθόμουν. Κ' εκύτταζα 'ς τον ουρανό, Κ' εκρυφοσυλλογιόμουν. Πώς ζη ο δόλιος άνθρωπος, Πώς ζη και πώς 'πεθαίνει. Από τη σκέψι κάποτε Μ' εξύπναγε μια βρύση Σιμά μου, πώχυνε νερό 'Σάν το μαργαριτάρι, Και με ταις πέτραις 'μίλαε Μουρμουριστά. Με χάρι Τ' ωχρό φεγγάρι άρχιζε Να γέρη προς την δύσι.
Και τούτο συμφερώτερο του εφάνη• προς το δάσος εκίνησε, και τωύρηκεν εις το νερό πλησίον, 475 'ς ανοικτόν τόπον• έσκυψε κάτω από δυό δενδρούλια ομόρριζα, και το 'να εληά, και τ' άλλο ήταν αγρίλι• κει μέσα ούτ' άνεμοι φυσούν με την υγρή πνοή τους, ούτε του ηλιού πότ' έφθασαν η φωτειναίς ακτίνες, ούτε η βροχή τα έσπασε• τόσο πυκνά πλεγμένα 480 ήσαν μαζή• κ' εσύρθηκε 'ς εκείν' ο Οδυσσέας, κ' ευθύς στρώσιν εστοίβασε πλατειά με τα δυο χέρια• ότ' ήσαν φύλλα περισσά χυμέν' αυτού, 'π' αρκούσαν να φυλαχθούν άνθρωποι δυο και τρεις 'ς ώρα χειμώνος, και αν ψύχος έπνεε δριμύ• τα είδε κ' εχάρη ο θείος 485 ο άνδρας ο πολύπαθος, και του σωρού 'ς την μέση επλάγιασε κ' επάνω του έχυσε φύλλα πλήθος. και όπως δαυλόν κρύβει τινάς 'ς την μαύρη στάκτη, 'ς άκρη εξοχική, παντέρημη, να σώση της φωτίας τον σπόρον, όπως μη βιασθή απ' αλλαχού ν' ανάψη, 490 όμοια σκεπάσθη και ο Οδυσσηάς με φύλλα• κ' η Αθήνη ύπνο 'ς τα μάτια του 'σταξεν, όπως τον ελαφρώση από το βαρύ κούρασμα, κλειώντας τα βλέφαρά του.
Κατέβηκα τον ποταμό, έως εις ένα αγροτικό σπίτι· αυτός ήτον και άλλοτε ο δρόμος μου και τα μέρη, όπου εμείς τα παιδιά εγυμναζώμεθα να παίζωμεν πεταλίδες στο νερό.
Από το νερό δεν γεννήθηκε μόνον η Αφροδίτη, αλλά και όλος ο άφθαστος κόσμος των Θεών και των ανθρώπων του ελληνικού πολιτισμού. Η ευγένεια και η αλήθεια του γυμνού σώματος ήταν αυτό που λέμε μεις τώρα λ α τ ρ ε ί α Ήταν η ίδια η θεότητα.
Ο Έφις τον κοίταζε χωρίς να απαντά και τον άφησε να τον σύρει μες στο σοκάκι μέχρι επάνω, μέχρι μια μικρή αυλή κλεισμένη ανάμεσα σε δυο σπίτια πάνω από την κοιλάδα. Ένας άντρας, ένας αστός κοντός, σχεδόν νάνος, με μεγάλα μελαγχολικά μάτια και χλωμό πρόσωπο, έβγαζε νερό από το πηγάδι και ο Τζατσίντο τον σύστησε σαν τον σπιτονοικοκύρη του. «Πρέπει να σου μιλήσω», είπε ο Έφις. «Σ’ ακούω, μίλησε.»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν