Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025
Η Φραγκογιαννού εγκατεστάθη, όπως και την προλαβούσαν νύκτα, σιμά εις την γωνίαν της εστίας, όπου εύρε και το καλάθι της. Εξάναψε την φωτιάν, έβαλε νερό στο 'μπρίκι, και κατεγείνετο να βράση βότανα, το οποία έβγαλε από τον κόλπον της.
Και εις μία φούχτα νερό ακόμη. Ο μπάρμπα-Κώστας κατέστη ειδικός όμως εις μίαν υπηρεσίαν σπουδαίαν της Εκκλησίας, διά το οποίον ηγαπάτο από ολόκληρον την πολίχνην. Υπεκρίνετο περίφημα τον Άδην το μέγα Σάββατον, κατά την επάνοδον του Επιταφίου.
Ξαφνισμένο από Γεράκι Το αθώο το πουλάκι Στα χαμένα περπατάει· Στα χαμένα τριγυρίζει, Και τον τόπο δε γνωρίζει, Μήτε ξέρει πού πατάει· Όσο τρέχει και απετάει, Τόσο ανάφτει και διψάει, Και δροσιά επιθυμεί· Τελοσπάντων αγναντεύει Το νερό οπού χαλεύει, Και στου πόθου την ακμή, Οχ τη βιά του τη μεγάλη Το σημάδι εκείνο σφάλλει, Σε ξερό δέντρο χτυπάει· Πέφτει κάτω σκοτισμένο Και σε χέρια σκλαβομένο Κυνηγού αποκαταντάει.
Την έστιψε και είπε στον κληρωτό. — Κύτταξε την, ολοκάθαρη και μαλακιά σαν κουκκούλι.,,, Τώρα πρέπει να ξεπλύνομε τα ρούχα και να τ' απλώσομε. Γέμισε τους κουβάδες καθαρό νερό, και γλήγορα να μην απομείνομε τελευταίοι, γιατί σε λίγο θα χτυπήσει παύση πλυσήματος. Ενώ ξέπλαιναν τα ρούχα, ο Ρένας έλεγε: — Να τα ξεπλαίνεις πάντα καλά, με δύο και τρία νερά.
Η Γκριζέντα πράγματι ήταν αδύνατη και χλωμή, άγουρη ακόμα, αλλά κάπως μαραμένη. Κάποιες κινήσεις του άσαρκου λαιμού της και του κιτρινισμένου προσώπου της θύμιζαν εκείνες της γιαγιάς της. Τα μάτια της μόνο έλαμπαν μεγάλα και καθάρια, γεμάτα μ’ ένα φως μελαγχολικό και συνάμα δόλιο, όπως το νερό κάτω στους βάλτους, ανάμεσα στα βούρλα της πεδιάδας. «Ο καφές μου κρύωσε.
Και μετ' ολίγον εν τη σιγή της νυκτός, υπό το παμφαές φέγγος της πανσελήνου του Δεκεμβρίου ηκούετο φαιδρόν άσμα πτερυγίζον εδώ κ' εκεί ως να προσέπαιζεν εντός της ομίχλης των ελαιοδένδρων. Όλαι ηκροώντο. Δίψασ' η Πανίτσα και πάει να πιη νερό, κ' η μάννα τς δεν το ξέρει, πως έκαμε γαμπρό. Νύσταξ' η Πανίτσα και πάει να κοιμηθή κι' η μάννα τς δεν το ξέρει, πως θα στεφανωθή.
Επάγαινε έτσι κάμποσον καιρό η δουλειά. Εκύλαε τον κατήφορο της σπηλιάς το νερό του Μπέη ταρνιά, κ' εχαιρόταν η χαροκαμένη τ' Αργύρη η μάνα, κ' εξεφάντωναν τόρα οι χωριανοί όλοι, κι όλοι οι γειτόνοι του Νάκο-Μήτρα του συχωρεμένου. Μα κ' οι κοπές του Μπέη λιγόστεβαν από μέρα σε ημέρα. Κι αφτό ήταν πούκαμε τον Μπέη να υποψιαστή και να παραμονέψη τον Αργύρη.
Εκείνη όμως έστρεψε το πλατύ, μελαχρινό πρόσωπό της, που το περιέβαλε η άσπρη μαντήλα, και του έκανε νόημα να έχει υπομονή. «Πήγαινε να μου φέρεις λίγο νερό, ώσπου να κατέβει η Νοέμι.»
Πεντακόσια βήματα από του ναού, ο δρόμος εκατηφόριζε, και κατήρχετό τις εις ωραίαν κοιλάδα. Είς νερόμυλος ευρίσκετο επί της κλιτύος εκείνης, παρά την οδόν. Αλλά το χείλος του δεν είχε βραχή ακόμη, και αίφνης ενθυμήθη, ανένηψεν. —Εγώ έχω να λειτουργήσω, είπε, και πίνω νερό;... Και δεν έπιε. Τότε ήλθεν εις αίσθησιν. —Τι κάμνω εγώ, είπε, πού πάω;
Αφ' ότου έφυγε νύκτα από την πατρίδα του, τω εφαίνετο ότι ήτο εκτός του στοιχείου του, ψάρι έξω από το νερό. — Γέρω-Βαρσαμέ, λέγει ημέραν τινά προς τον φίλον του παντοπώλην. Ξέρεις καμμιά δουλειά π' να γίνεται χωρίς κεφάλαια: Ο γέρω-Βαρσαμός εσκέπτετο, κτυπών διά του λιχανού την ταμβακέραν του. — Εγώ να σ' πω, εγώ να σ' πω. Εξηκολούθησεν ο κυρ-Δημάκης.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν