Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025
Τώρα όμως έβλεπε τις θείες του να τον σερβίρουν όλο φροντίδα, τον υπηρέτη να του χαμογελά σαν να ήταν μωρό, τα κορίτσια να τον κοιτάζουν με τρυφεράδα και λαιμαργία, άκουγε τη μονότονη μουσική του ακορντεόν, διέκρινε τις σκιές που χόρευαν μες στη λάμψη της φωτιάς και σκεφτόταν ότι η ζωή του θα έπρεπε να περνά έτσι πάντα, φανταστική και χαρούμενη. «Χρειάζεται προσαρμογή», είπε ο Έφις προσφέροντάς του να πιεί. «Κοίτα το νερό.
Είπε, και μέσα τούσταξε παλικαρήσο θάρρος, κι' έπειτα αθάνατο νερό μες στο νεκρόνε στάζει απ' τα ρουθούνια, π' άλιωτες οι σάρκες του να μείνουν. Κι' εκείνος πήρε το γιαλό άκρη άκρη, ο Αχιλέας, 40 φριχτά αλυχτώντας σήκωσε των Αχαιών τ' ασκέρι.
— Και τι καλό είδαν, ευλογημένη, κι' αυτές που παντρευτήκανε; Πίκρες και βάσανα. Το κάτω-κάτω της γραφής, πού να τον βρούμε το γαμπρό; Να ξύσωμε τον τοίχο να τον φκιάξωμε; Εδώ είνε κοπέλλες σαν το κρύο νερό, που δε γυρίζει κανένας να τις γυρέψη. Οι γαμπροί σήμερα θέλουνε χιλιάδες, πολλές χιλιάδες... — Τάζει ο κόσμος, παπά μου. — Και σαν τάξωμε, πού θα βρούμε ύστερα να τις μετρήσωμε;
Πήγε και τούφερε νερό, του ανασήκωσε το κεφάλι του κεκείνος ρούφηξε με λαχτάρα σαν τη διψασμένη γη. — Δεν κοιμήθηκες ακόμα, Βαγγέλη; Βασανίζεσαι, καϋμένε... Είπε αναστενάζοντας με καλωσύνη. — Δεν έχω τίποτα. Κοιμήθηκα! Εσύ να γίνης καλά! του αποκρίθηκε ο Βαγγέλης καταπίνοντας τα δάκρυά του. Ένα χαμόγελο χάραξε μια στιγμή κ' έσβυσε γρήγορα στα χείλια του αρρώστου.
Ο αέρας όλο κ' εδυνάμωνε. Οι σπηλιάδες έρχονταν συννώτερες και τα πανιά ένα με το άλλο άρχισαν να γεμίζουν, να γουβώνουν σαν μεγάλες αχιβάδες, τα ξάρτια και οι μακαράδες να τριζοβολούν. Ο γέρος έδινε τόρα τα προστάγματα γοργά· οι ναύτες έτρεχαν από σκότα σε σκότα· η γολέτα επηδούσε στα κύματα σαν γοργάλογο στον απλωτό κάμπο και η πλώρη της ελίχνιζε το νερό.
Δεν επίστευες πως ήσαν νερό εκείνα παρά θηρία ανήμερα, λύκοι και λέοντες και τίγρεις και ύαινες, αρκούδες ασπρομάλλες, που κοπάδια πεινασμένα έβγαιναν από τα σκοτεινά ουρανοθέμελα και ωρμούσαν, κατάρα του πελάγου και πικρή χολή στο άμοιρο καράβι μας.
Καθόταν ήσυχα κ' υπομονετικά κ' η μαμά τον ξεχώρισε από μακριά, ενώ το βαπόρι σταματούσε δω και κει στις αποβάθρες. Καθότανε μικρός μικρός και μαζεμένος και το πράσινο καπελάκι του έλαμπε απάνω από το γαλανό νερό.
Ο μούτσος έγινε κατακόκκινος, τα μάτια του γυάλιζαν, η γλώσσα του έτρεχε σαν νερό. Θαρρούσε πως ήταν η ώρα που έβλεπε μπροστά του εκείνα πούθελε να πη. Όλοι τον άκουγαν μ' ανοιχτό το στόμα. Η παπαδιά είχε αλλάξει εκατό χρώματα. — Εγώ ήμουνα, που λες, με τη γολέττα του μπάρμπα μου.
Ακόμα δεν ήταν καθόλου παράξενες τώρα οι βίδες της οροφής· το φως της καντήλας στην εικόνα τ' Άη-Νικόλα δε γιάλιζε πια σα βλοσυρό μάτι, και κάτω από τα πόδια του ο ήχος της ηλεκτρομηχανής ακούονταν κανονικός, χωρίς να γαυγίζει όπως πρώτα. Πόσο άφθονο και πόσο γαλάζο ήταν πάλι το νερό κάτω από τα μάτια του! Έπρεπε να χαλάσει ο ουρανός για να βρεθεί άσχημο και κουραστικό το χρώμα κείνο.
Από κοριτσάκι είχε συνηθίσει να βλέπει τα κόκαλα που τον χειμώνα ζεσταίνονταν λες στον ήλιο και την άνοιξη άστραφταν με τις δροσοσταλίδες. Η ντόνα Έστερ δεν ξεχνά ποτέ τίποτα και δεν παύει να παρατηρεί∙ έτσι, μόλις μπήκε στην αυλή, κατάλαβε ότι κάποιος τράβηξε νερό από το πηγάδι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν