Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025
Πολλοί εκ της αγοράς έσπευδον εκεί και οινοπώλαι με τας διαβρόχους ποδιάς των και κρεωπώλαι με τα αίματα των σφαγίων επάνω των και ο καφεπώλης ακόμη και μικρέμποροι, κλείσαντες επί τούτω τα μαγαζεία των. — Τι τρέχει, ορέ; ηρώτησεν ο Δημήτρης μικρόν παίδα, διερχόμενον μετά σπουδής πλησίον των. — Νερό 'ς τ' αυλάκι· είπεν ούτος, υποπτεύσας ότι ήθελον να παιζογελάσουν μαζί του.
Ο μικρός τοίχος, που άνω αποτελεί τον περίβολον, τα υψηλά δένδρα που γύρω καλύπτουν την θέσιν, η δροσερότης του τόπου, όλα αυτά έχουν κάτι το ελκυστικόν, κάτι το φρικαλέον. Καμμία ημέρα δεν περνά που να μη κάθωμαι εκεί μίαν ώραν. Τότε έρχονται εκεί αι νεανίδες της πόλεως και παίρνουν νερό, το αθωότατον και αναγκαιότατον έργον, που άλλοτε έκαμναν ως και αι θυγατέρες των βασιλέων.
Οι νύφες όμως κι' οι τσιούπρες, αν κι' είταν από πολλή ώρα στην άκρη του ποταμού, άφιναν τες μεγαλύτερες, αν κι' αυτές έρχονταν αργότερα, γιατί η ηλικία χαίρει πολλά δικαιώματα στον τόπον εκείνον τον μισοάγριο. Η μέρα εκείνη, που ψυχορραγούσε, είταν βροχερή. Γι' αυτό και το νερό του ποταμού είταν θολό.
Όμορφη πιστικιά, δος μου το αθάνατο νερό απ' τα χειλάκια σου. Η όμορφη βοσκόπουλα, που κάθε μέρα καρτερούσε το νιο τον κυνηγό και κάθε μέρα τον απόδιωχνε με την κάκια της αγάπης, σηκώθηκε απάνω μ' έναν όμορφο θυμό και ξαναείπε: — Αλλοίμονο σ' εσένα, κυνηγέ. Εγώ έχω αδέρφια και ξαδέρφια κι' αν σε ιδούν σιμά μου, το αίμα σου θα τρέξη ποτάμι στο πράσινο το χορταράκι.
Μα κάθε στιγμή στον νου μου ερχόταν λυχνοσβύστης ο ίδιος συλλογισμός: — Αν άκουα του πατέρα μου τα λόγια, τάχα δεν θα ήμουν σήμερα ο άντρας της Μαριώς; Κ' έκοβα βόλτες κάτω από το σπίτι της. Έπιανα κάθε κοντόβραδο τον δρόμο που θα επήγαινε στο πηγάδι για νερό να της πάρω μια ματιά. Τι τα θέλεις, τι τα γυρεύεις; Την αγάπησα τη Μαριώ.
Τα σκυλιά μας, μπήκαν κι αυτά μαζί μας καταλασπωμένα και τρεμουλιασμένα από το νερό κι από το κρύο. Ξεφορτωθήκαμε το κυνήγι μας. Φαλαρίδες, παπιά και μπεκάτσες, ένας μεγάλος άσπρος κύκνος κι ένα σωρό κοτσύφια, κρεμάστηκαν ψηλά στο καπνισμένο δοκάρι της καλύβας.
Την ώραν, οπού πέφτανε τα μάγια στην οβίρα, Κι’ έπλεαν άλλα στο νερό, σα να είτανε σκουπίδια, Κι’ άλλα βυθίζονταν σιγά στον άπατο βυθό της, Αρχίνησε ένα χούχλασμα, μια ταραχή μεγάλη, Που βούιζεν ο φάραγγας πέρα και πέραν όλος.... Τα μάγια ανακατόνονταν και τάδερναν οι χούχλοι, Σαν τα σκουτιά η νεροτροβιά, που μέσα της δουλεύει, Και πότε φαίνονταν ψηλά στους χούχλους ν’ αναιβαίνουν, Και πότε χάνονταν βαθυά στο βύθο της οβίρας.
Φτωχός μετριέται, Ταλαιπωριέται, Καταφρονιέται, Ο οκνηρός. Συμφώνησαν παλιόν καιρό Τιμή, Φωτιά, και το Νερό Μαζί να συντροφέψουν, Και τύχη να γυρέψουν· Στο δρόμο τους που περπατάν, Ένας τον άλλον ερωτάν· Αν λάχη και χαθούμε, Πως να ανταμοθούμε; Με χάσεταν, λέει η Φωτιά, Ρίξτε τριγύρω μια ματιά, Κι' οπού καπνό να ιδήτε, Ελάτε να με βρήτε.
Ο ποταμός κατρακυλώνταν με θυμό, κι' η φωνή, που έβγαινε από τα νερά του, έκανε ένα είδος άγριας, περίφανης και μονότονης μουσικής, που χύνει απέραντο πέλαγο μελαγχολίας στην ψυχή. Μια φωνή, ίσως της νιώτερης, από τες γυναίκες πώπαιρναν νερό εκεί, σηκώθηκε μ' ανυπομονησιά: — Ντέτεστε! καμμιά βολά, καημένες!, μας πήραν τα μεσάνυχτα στην ποταμιά!
Τι θαρρείς; πως είνε το χωριό σου, που πας και κάθεσαι 'ς τον φούρνο ξεμανδήλωτη; Εκεί, γρηά μου, κάθουνται, 'ς την πλατέα, κυρίαις 'σαν το κρύο νερό, που έχουν γεμάτα τα καπέλλα τους από όλα τα πουλιά και όλα τα λούλουδα του κάμπου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν