Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025
Ω, να καθόμουν στα πόδια σας, στο αγαπητό μου μικρό δωμάτιο, και τα μικρά μας τ' αγαπημένα να εκυλίονταν γύρω μου και όταν θα σας εφώναζαν πολύ, θα τα εμάζωνα γύρω μου και θα τα κρατούσα ήσυχα με ένα τρομακτικόν παραμύθι και θα ησύχαζαν. Ο ήλιος βασιλεύει πέραν απ' αυτή τη χιονόλαμπρη χώρα, η καταιγίς επέρασε, και εγώ, — πρέπει να κλεισθώ πάλιν εις το κλουβί μου. — Υγιαίνετε!
Και του Αμφιμέδοντα η ψυχή τότ' είπε προς εκείνον· 120 «Ω Αγαμέμνον' αρχηγέ, τρισένδοξε Ατρείδη, όλα ενθυμούμαι, διότροφε, κείνα 'που μνημονεύεις. θα σου αναφέρω τώρα εγώ τον τρόπον, πώς εγίνη, του θλιβερού θανάτου μας· εμείς μνηστεύαμ' όλοι του Οδυσσέα, 'που 'λειπε 'ς τα ξένα, την συμβία. 125 κείνη τον γάμον μισητόν ν' αρνείτ' ή να τελειόνη δεν έστεργ', ενώ σπούδαζε να ευρή τον όλεθρόν μας. και νέο τέχνασμα, το εξής, 'ς τον νου της εσοφίσθη· πανί μεγάλον έστησε 'ς το μέγαρο, να υφάνη, λεπτόν, αμέτρητο, κ' ευθύς προς εμάς είπε· ω νέοι 130 μνηστήρες μου, αφού απέθανεν ο θείος Οδυσσέας τον γάμον μη μου βιάζετε, σταθήτε, ως ν' αποκάμω το ύφασμα αυτό, τα γνέματα να μη μου παν χαμένα, του Λαέρτ' ήρωα σάβανο, για τον καιρό, 'που η μαύρη μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου θα τον πάρη, 135 των Αχαιίδων μη καμμιά 'ς τον τόπο μ' ονειδίση, αν κείτεται ασαβάνωτος αυτός 'που πλούσιος ήταν. αυτά 'πε κ' εκατάπεισε την ανδρική ψυχή μας. τότε ολημέρα το πανί τα μέγ' ύφαιν' εκείνη, και νύκτα το ξεΰφαινε 'ς την λάμψι των λαμπάδων. 140 ιδού πώς απ' τους Αχαιούς με δόλο 'κρύφθη εκείνη τρεις χρόνους· και τον τέταρτον ότ' έφεραν η ώραις, ως τα φεγγάρια χάνονταν κ' η 'μέραις επληθύναν, μας το 'πε μια των γυναικών, οπού τα γνώριζ' όλα, κ' ηύραμε αυτήν που τ' εύμορφο ξεΰφαινε πανί της· 145 ιδού πώς το τελείωσε βιασμένη απ' την ανάγκη. και το σινδόνι ότ' έφερε 'ς το φως, οπ' είχε υφάνει και καθαρίσει, ώστ' έλαμπεν ως ήλιος η σελήνη, κακή μας κάπουθ' έφερε τον Οδυσσέα μοίρα 'ς άκρη εξοχής, όπ' έμεινεν εκείνου ο χοιροτρόφος. 150 αυτού και ο ποθητός υιός του θείου Οδυσσέα με μαύρο πλοίον έφθασεν απ' την αμμώδη Πύλο. και, άμ' ωργανίσαν θάνατον κακόν εις τους μνηστήραις, 'ς την πόλιν εκατεβήκαν, ύστερος ο Οδυσσέας και πρώτος ο Τηλέμαχος· εκείνον ωδηγούσε 155 ο χοιροτρόφος, με κακά φορέματα ενδυμένον, παρόμοιον με γέροντα τρισάθλιον ψωμοζήτην, οπ' ακουμβούσε 'ς το ραβδί και αχρεία ρούχα εφόρει. και, ως έξαφνα εφανίσθη αυτός, κανείς να τον γνωρίση δεν εδυνήθη και 'ς εμάς ηλικιωμένοι αν ήσαν. 160 τον εκακοποιούσαμε με λόγια και με κτύπους, και αυτός μ' ατάραχην ψυχήν έστεκε να υποφέρη κτυπήματα και ονειδισμούς 'ς τα ίδια μέγαρά του. αλλ', ότε ο νους τον έγειρε του αιγιδοφόρου Δία, αφού με τον Τηλέμαχον τα λαμπρά όπλα επήρε 165 κ' εφύλαξε 'ς τον θάλαμον, κ' εκλείδωσε την θύραν, έσπρωξ' ο ευρετικώτατος την ίδια του συμβία τόξο και σίδερο λευκό να θέση των μνηστήρων αγώνα και του φόνου αρχήν 'ς εμάς 'που ωργίσθ' η μοίρα. του δεινού τόξου την χορδή κανείς μας να τανύση 170 δεν εδυνήθη, και αρκετή δεν είχαμεν ανδρεία. αλλ' ότε να φθάσ' έμελλε 'ς τα χέρια του Οδυσσέα το μέγα τόξο, με βοήν εμείς φωνάζαμ' όλοι, 'ς αυτόν, ό,τι και αν έλεγε, το τόξο να μη δώσουν· αλλ' έδωκε ο Τηλέμαχος την προσταγή και μόνος. 175 και ως το 'λαβε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας, την χορδή τάνυσ' εύκολα· και ταις αξίναις όλαις πέρασε· τότ' εστήθη ορθός 'ς την θύρα και άδεισ' όλα τα βέλη, μ' άγριο βλέφαρο· τον βασιλέ' Αντίνον κτύπησε, κ' έπειτ' έρριχνε στεναγμοφόρα βέλη 180 'ς τους άλλους όλους, κ' έπεφταν σωρός εκείνοι εμπρός του. και φανερά κάποιος θεός μ' αυτούς εσυμμαχούσε, θάρρος τόσ' είχαν άμετρο 'ς την ρώμη τους, και γύρω 'ς τα δώματα τους φόνευαν φρικτά κείνοι βογγούσαν ως κρούονταν η κεφαλαίς, και ο πάτος έβραζ' αίμα. 185 Ατρείδ', ιδού πώς πέσαμε, και ακόμη αμελημένα τα λείψανά μας κείτονται 'ς το δώμα του Οδυσσέα. αν το 'ξευραν 'ς τα σπίτια μας οι ποθητοί θα πλύναν απ' το μαύρ' αίμα ταις πληγαίς, 'ς την κλίνη θα μας κλαίαν την νεκρικήν, ως πάντοτε τιμούντ' οι απεθαμένοι». 190
Οι δε θεοί, ως λέγει κάπου ο Όμηρος, ο οποίος βέβαια θα είδε τα εκεί όπως εγώ, «ούτε σίτον έδουσιν, ούτε πίνουσιν αίθοπα οίνον», αλλ' ως τροφήν έχουν την αμβροσίαν και με το νέκταρ ευθυμούν• η τροφή όμως την οποίαν προτιμούν είνε ο καπνός των θυσιών, ο οποίος ανεβαίνει εις τον ουρανόν ομού με την οσμήν των ψηνομένων κρεάτων, και το αίμα των σφαγίων το οποίον οι θυσιάζοντες χύνουν γύρω εις τους βωμούς.
Ήσαν δε γύρω μας πολλά και διαφόρων ειδών ψάρια και είχαμεν ακόμη από το νερόν το οποίον επήραμεν από τον Εωσφόρον. Την επομένην το πρωί, οσάκις ήνοιγε το στόμα του το κήτος εβλέπαμεν άλλοτε στερεάν, άλλοτε όρη, άλλοτε δε μόνον τον ουρανόν, πολλάκις δε και νήσους• διότι, ως ησθανόμεθα, το κήτος έτρεχε με ορμήν προς διάφορα μέρη της θαλάσσης.
Εάν συνέβη να ίδης πουθενά τον Νείλον παριστάμενον διά της ζωγραφικής,—τον παριστούν δε ξαπλωμένον επί κροκοδείλου ή ιπποπόταμου, εξ ων πολλοί ευρίσκονται εις αυτόν, και γύρω του πολλά μικρά παιδία παίζοντα, τα οποία ονομάζουν οι Αιγύπτιοι πήχεις—τοιούτοι είνε και πέριξ της ρητορικής οι έπαινοι.
Το δε συμπόσιον γίνεται έξω της πόλεως εις το λεγόμενον Ηλύσιον πεδίον, το οποίον είνε ωραιότατον λειβάδι και γύρω εις αυτό δάσος πυκνόν από παντοειδή δένδρα, τα οποία σκιάζουν τους συμποσιάζοντας. Ως στρωμνήν έχουν τα άνθη της γης. Τους υπηρετούν δε οι άνεμοι και κομίζουν παν ό,τι ζητήσουν οι συμπόται και μόνον δεν κερνούν, διότι τούτο είνε περιττόν.
Εγώ το νου τού κάρωσα βαθύς χυμένος γύρω, και για το γιο του εσύ έβαλες κακούς σκοπούς στο νου σου κι' άγρια στο κύμα στέλνοντας ανεμοζάλη, ως πέρα στην πλούσια Κο τον έσπρωξες, αλάργα απ' τους δικούς του. 255 Κι' άξαφνα ο Δίας ξύπνησε, κι' απόπαιρνε χτυπούσε μες στην αβλή όλους τους θεούς, μα εμένα πιο ζητούσε, και θα με τίναζε άφαντο στο κύμα οχ τα ουράνια, η Νύχτα αν των θεών κι' αντρών δε μ' έσωζε η νικήτρα.
Σηκώνοντας όμως τα μάτια ο Έφις είδε ότι δεν ήταν η Λία εκείνη η ψηλή γυναίκα που πρόβαλε ευκίνητη στο μπαλκόνι και κούμπωνε τα μανίκια από το μακρύ, μαύρο πανωφόρι της. «Ντόνα Νοέμι, καλημέρα, κυρά μου! Δεν θα κατεβείτε;» Εκείνη έσκυψε λίγο το κεφάλι με τα πυκνά, χρυσόμαυρα μαλλιά, που έλαμπαν γύρω από το χλωμό πρόσωπο σαν δυο λωρίδες σατέν.
Ο Τζατσιντίνο….. το γράμμα που του έγραψε κρυφά…. Πλάι τους, καθισμένη καταγής με την πλάτη στον τοίχο και τα χέρια γύρω από τα γόνατα, η Γκριζέντα γελούσε κοιτάζοντας το αγόρι που έπαιζε το ακορντεόν.
Κοίταξε τα ρημαγμένο μέρος γύρω της κ' ενώ η ματιά της γέμισε συμπόνεση, είπε: — Δυστυχισμένοι άνθρωποι! Η δική της απογοήτεψη άλλαξε πάλι σε συμπόνεση για τη δυστυχία άλλων ανθρώπων, τη δυστυχία που μαρτυρούσε αυτός ο ρημαγμένος τόπος. Ξανακάθησε χάμω και ρίξαμε τα μάτια γύρω στο μικρό λόφο εκεί στην άκρη του δάσους, που μας έφερνε στην ανάμνηση την ξένοιαστη γαλήνη ενός ολάκερου καλοκαιριού.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν