Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025
Κ' επλήρωσε μικρά ποτήρια εκ του αποσταλέντος υπό του πλοιάρχου ποτού. Ήσαν εκεί γύρω και άλλοι ακόμα, όλοι οι ναύται, εννέα εν όλω. Ήτο ο Γρούτσος, με τας χονδράς του χείρας, αθλητικώτατος, κρυωμένος ολίγον και βήχων. Ήτο ο μπάρμπα-Γιαννιός, αγαπών να κάμνη τον φραντσέζον, με το τσιμπουκάκι του πάντοτε εις το στόμα.
Αφότου είχε παύσει να ταξιδεύη με τα καράβια εις μακρυνά πέλαγα, εψάρευε κατ' αρχάς γύρω εις την νήσον, κ' εγιάλευεν εις τον λιμένα. Ύστερον ηγόραζεν απ' αλλού σιτάρια, τα άλεθεν εις τους μύλους πέραν, εφόρτωνε της δύο βάρκες, κ' ήρχετο και τα επώλει εις τον τόπον. Είχε μανίαν ν' αποκτήση θησαυρούς, διά να σώση το Γένος.
Μα αφού παντού κατέβηκαν στον κάμπο, εμάς τη νύχτα η Αθηνά οχ τον Έλυμπο γοργή ήρθε μας μηνήτρα 715 ν' αρματωθούμε, κι' άθελους δεν έμασέ μας γύρω, όλοι είμαστε ανυπόμονοι να βγούμε στο κοντάρι, Μα εμένα να οπλιστώ ο Νηλιάς δε μ' άφινε, και τ' άτια μούκρυψε, τι είπε από σφαγές πως δε σκαμπάζω ακόμα.
Όλα θαμπά γύρω μου, όλα χαμένα στο πυκνό χιονόβολο. Και η «Παντάνασα» έτρεχεν ακόμη ακράτητη, γοργή, θεότρελη σαν να την έσερναν μαγνήτες οι αόρατες στεριές.& — Τίποτα! φωνάζω. Και ο λόγος μου κρυώτερος από τον πάγο, σκληρότερος από τον τρελοχιονιά εκύλαε στο κατάστρωμα, επλάνταζε τα στήθη των συντρόφων μου. — Τίποτα! εφώναζα σε κάθε λεφτό. — Άλλα δυο κεριά μωρέ! επρόσταξε πάλι ο καπετάνιος.
Επί τινα καιρόν το πλοίον μας ηκολούθει το ρεύμα του ποταμού• έπειτα δε εισήλθαμεν εις το έλος και την λίμνην, όπου ο Ευφράτης χύνεται• αφού δε επεράσαμεν και την λίμνην εφθάσαμεν εις μέρος έρημον, δασώδες και σκιερόν, όπου απεβιβάσθημεν. Ο Μιθροβαρζάνης προηγείτο. Εσκάψαμεν δε λάκκον, εσφάξαμεν τα πρόβατα και εκάμαμεν σπονδάς χύνοντες γύρω εις τον λάκκον το αίμα.
Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, κ' εγέρθηκε ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης, 405 εβγήκε και άμ' εκάθισε 'ς τους στιλβωμένους λίθους, 'που 'ς τα υψηλά του πρόθυρα κατέμπροσθ' ευρισκόνταν, λευκοί και απ' άλειμμα λαμπροί• 'ς αυτούς είχε καθίσει πριν ο Νηλέας, 'πώμοιαζε 'ς τον νου τους αθανάτους• αλλά 'ς τον Άδη ο θάνατος επήρε αυτόν, και πάλιν 410 αυτού κάθιζε ο Νέστορας, των Αχαιών σωτήρας, σκήπτρο κρατώντας• γύρω του τα τέκνα εσυναχθήκαν, και απ' τους θαλάμους έρχονταν, ο Εχέφρονας, ο Στράτις, με τον Περσέ' ο Άρητος, και ο ισόθεος Θρασυμήδης, και ο ήρωας ο Πεισίστρατος έκτος 'ς εκείνους ήλθε. 415 και τον θεϊκόν Τηλέμαχον αυτού σιμά εκαθίσαν. και άρχισεν ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης•
Τα σαλονικιό πάλιν καποτάκι του εκ κιτρινωπού σκουτίου ήρχισε να μαυρίζη οικτρώς, εν ώ το φέσι του απολέσαν το λαμπρόν χρώμα του και την επί της κορυφής γαλανήν φούνταν, καταντήσασαν τελευταίον ως ακαλήφην, διεκρίνετο μόνον διά την μαύρην γύρω πλατείαν γραμμήν, σχηματισθείσαν μετά τριακονταετή θαλασσοβρεγμένον βίον. Και το ηγάπα το φέσι εκείνο ο ευλογημένος. Το ελάτρευε σχεδόν.
Σαν έτσι αφτόν τον έσερναν. Κι' η μάννα του τραβούσε 405 τ' άσπρα μαλλιά της, πέταξε την πλούσια σκούφια αλάργα, και σαν τρελή ξεφώνισε σαν είδε το παιδί της. Σπάει και στα κλάματα ο πικρός ο γέρος, κι' όλοι γύρω θρηνούσαν, κι' όλο το καστρί βαρύ είταν μοιρολόγι. Έτσι έμοιαζε λες το κακό, σα νάλιωναν οι φλόγες 410 την Τρια τη λεβεντόπυργη απ' την κορφή ως τον κάμπο.
είπε και γύρω αντάριασμα βουίζει, αχός σκορπά πλατιά σα στεναγμός. -Ο κόσμος μοναχό άρχοντα γνωρίζει εκείνον που διώρισε ο θεός», ξάφνω φωνή πίσω απ το νέο βροντάει κι αστράφτουν γύρω τα γυμνά σπαθιά: «Ποιος είν' αυτός που αδιάντροπα πλανάει τους πιστούς του μεγάλου βασιλιά;»
Γύρω ο κήπος γεμάτος σκοτεινό μυστήριο, αναδεύουνταν στα φιλήματα της αύρας, σα ν' ανατρίχιαζε από γλυκειά επιθυμία κι αυτός, κ' η μαγεμμένη νύχτα με την πλούσια αστροφεγγιά της, ανάλυονε ολοένα τις ψυχές τους, και κοίταζε τόρα ο ένας τον άλλον με πικρό παράπονο, με περίσσια ζήλεια. Κι άξαφνα το γεροντάκι που κοιμούνταν τόσο ήσυχα, ξυπνά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν