Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025


Να πλανώμαι στο γυμνό τον κάμνο, γύρω μου να βουίζη η θύελλα, που μέσα σε μιαν ομίχλη πυκνών ατμών οδηγεί τα πνεύματα των προγόνων κάτω από το αμυδρόν φως της σελήνης.

Έπειτα τον κτηνώδη φόβον του διεδέχθη αθυμία και βαρύ παράπονον διά την παντελή διάλυσιν των ελπίδων και των ονείρων του. Όλος ο γύρω κόσμος του εφαίνετο ως θλιβερόν ερείπιον, εις το οποίον μόνον αυτός έμεινε διά να θρηνή. Και του ήρχετο να πέση πρηνής επί των χόρτων και να κλαίη, να κλαίη.

Όσο προχωρούμε στη ζωή, τόσο το χαλκιάδικο που κλειούμε στην ψυχή μας σφυρηλατεί αλυσίδες. Και τι αλυσίδες, Θεέ μου! δυνατές κι άλυτες, σαν του Ηφαίστου το δίχτυ γύρω στους θείους μοιχούς. Ο αράθυμος πολεμιστής, που κρύβει καθένας μέσα του, μπουχτίζει της Αφροδίτης τα κάλλη και θέλει να πετάξη στους γαλάζους κόσμους της γνώσης και της σπουδής. Μα του κάκου αγωνίζεται!

Πού να το φανταστή η μικρούλα εκείνη που στέκεται ανάμεσα στις πορτοκαλλιές, να πειράξη τις άλλες που τη γυρεύουν, πού να το φανταστή πως κρυφοκοιτάζουμε το ροδακινί της το χνούδι, που τόχει αναμμένο το τρέξιμο και το γέλοιο! Κοίταξε, σερπετάδα! Χαρά στον που θα την κάμη βασίλισσά του! Φωνάζουν οι άλλες, γελούν, και πηδούνε γύρω, να ξετρυπώσουν την κρυμμένη τη Νεραϊδοπούλα. Σωπαίνει αυτή.

Ένα πλήθος, όπως δεν το είχε ξαναδεί, γέμιζε την εκκλησία, το χώρο γύρω, το μονοπάτι που οδηγούσε στο χωριό. Μια λιτανεία γύριζε συνέχεια γύρω από το ναό, σαν ερπετό κόκκινο και άσπρο, κίτρινο και μαύρο. Τα λάβαρα ανέμιζαν όμοια με μεγάλες πεταλούδες, και με τη μονότονη ψαλμωδία των προσκυνητών ενώνονταν άσματα της χορωδίας, κουδουνίσματα αλόγων σελωμένων για αγώνες, φωνές χαράς.

Με τη γριούλα μπροστά, όλες νιες και γερόντισες, μ' ένα χαμόγελο στα χείλη, και με τα δάκρια κρυσταλλωμένα στα μάτια και στα μάγουλα, ανάμεσα στη δροσιά της βραδιάς, τριγυρισμένοι απ' όλο τον κοσμάκη πόκανε χάζι γύρω άρχισαν το τραγούδι τους, τραγούδι της παρηγοριάς ανάμεσα στη λύπη τους, ενώ τα κυματάκια απλόνουνταν μαλακά εκεί μπροστά τους κ' οι βαρκούλες και τα καϊκάκια στο λιμάνι σειώνταν καμαρωτά και καθρεφτίζουνταν απάνω στα καταγάλανα τόρα νερά της θάλασσας: Παρακαλώ σε Παναγιά.

Μόνον εστεκόμουν κάποτε να πάρω την αναπνοή μου είτε να ρίξω γύρω καμμιά ματιά, μήπως ιδώ το σκυλόψαρο να ριχθή απάνω μου. Τέλος τσιμπάω πάλι·Ρίχτε μου τη γούμενα. — Μωρ' έλ' απάνω· τσιμπάει ο καπετάνιος ανυπόμονος. Για σένα τη θες τη γούμενα; Έχουμε και ψιλώτερο σχοινί. Έλα 'πάνω· θα σου κόψω τον αέραΚόβεις τον αέρα μα σχίζω το λάστιχο· του απαντώ θυμωμένα.

Ποιος δεν είδε παράξενα και παράλογα όνειρα, κι ως τόσο αληθέψανε. Μηγαρίς αν τα έβλεπα στον ύπνο μου πως θαγαπήσω, και πως θα μου φέρουν από τη Βαβυλώνα φαρμάκι να με ποτίσουνε, θα το πίστευα; Ας γύρω, ας γύρω κι ας παρακαλέσω τον Ύπνο να με πάρη στη μαύρη του αγκαλιά. Σώπασαν τα παιχνίδια. Μια κόρη δε με λυπήθηκε, ίσως ο Ύπνος με λυπηθή. Αγ. Μαρ.

Μου φάνηκε σα μάζα αδούλευτη, άμορφη, ασχημάτιστη, ζεστή, ζωντανή, ζουμερή, που μπορεί κάθε μορφή να μεταλλάξει, που θα κατασταλάξει βέβαια κάποτε, σε μακρυνότερους καιρούς, και θα βρει τον τελειωτικό της τύποτο καλούπι της, μα τώρα ακόμα είναι σαν τη μαλακή, τη διαλυμένη ουσία των άστρων, που δεν έπηξαν ακόμα, και στριφογυρίζουνε γύρω στον ήλιο σα μισολυωμένες σβούρες.

Εδώ είναι το ποθούμενον! είπεν ο Ρούντυ, όταν εισήλθεν εις το σπίτι του μυλωθρού εν Βεξ· ετοποθέτησε κάτω εις το πάτωμα ένα μεγάλο κοφίνι και αφήρεσε το ύφασμα με το οποίον ήτο σκεπασμένον. Δύο κίτρινα με μαύρα περιθώρια γύρω γύρω μάτια επρόβαλαν γουρλωμένα, τινάζοντα σπίθες άγριες 'σάν να ήθελαν να κατακαύσουν και να δαγκάσουν δυνατά, όπου εκύτταζαν.

Λέξη Της Ημέρας

προφητεύσω·

Άλλοι Ψάχνουν