Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025
Αυτά 'πε, και το μέγαρον διάβηκεν η γραία να φέρη ποδονίψιμο, τι χύθ' όλο το πρώτο· και αφού καλά τον ένιψε κ' εμύρωσεν εκείνη, 505 εις την φωτιά να πυρωθή σίμωσε το θρονί του και με τα ράκη σκέπασε το λάβωμ' ο Οδυσσέας· τότ' άρχισεν η φρόνιμη να λέγη Πηνελόπη· «Ω ξένε, τώρα κάτι εγώ θα σ' ερωτήσω ακόμη· ότ' ήδη φθάνει της γλυκειάς ανάπαυσης η ώρα 510 'ς αυτούς, 'που πιάν' ύπνος γλυκός, μ' όση και αν έχουν θλίψι. αλλ' άμετρην διώρισε λύπην 'ς εμένα η μοίρα. όσ' είν' ημέρα ευφραίνομαι με στεναγμούς, με θρήνους, 'ς το σπίτι ενώ τα έργα μου προσέχω και των δούλων· αλλ' άμ' η νύκτα καταιβή και όλοι γλυκοκοιμούνται, 515 'ς την κλίνην, οπού κείτομαι, την έρημη καρδία, σκληροί μου σφίγγουν λογισμοί και βιάζουν με να κλαίω. και όπως αηδόνα η πράσινη, η κόρη του Πανδάρου, γλυκολαλεί, της άνοιξης άμα ο καιρός γυρίση, ενώ 'ς των δένδρων κάθεται τα φουντωμένα φύλλα, 520 και ως χύνει την πολόηχη φωνή της συχναλλάζει, τον Ιτυλόν της κλαίοντας, παιδί της, 'που 'χε σφάξει άγνωστα εκείνη, τον υιόν του Ζήθου βασιλέα· όμοια κ' εμένα εδώ κ' εκεί σαλεύεται η καρδία, αν θα σταθώ με το παιδί, και ως είμαι να φυλάγω 525 το είναι μου, ταις δούλαις μου και το υψηλό παλάτι, σέβας της κλίνης νυμφικής και της φωνής του κόσμου, ή απ' τους μνηστήραις Αχαιούς ήδη θ' ακολουθήσω κείνον οπ' είναι ανώτερος και πλήθια δίδει δώρα. και όσ' ήταν άγνωστο παιδί δεν μ' εσυγχώρει ο υιός μου 530 άνδρα να πάρω αφίνοντας του πρώτου ανδρός το δώμα· πλην τώρ' ότ' εμεγάλωσε και παλληκάρι εγίνη, λεπείται την ουσία του, 'που τρώγουν οι μνηστήρες, και τους θεούς παρακαλεί να υπάγω εις τους γονείς μου. αλλ' όνειρο τώρ' άκουσε, και να μου το εξηγήσης· 535 'ς το σπίτι χήναις είκοσι με μοσκευτό σιτάρι εγώ τρέφω, κ' ευφραίνομαι καθώς ταις βλέπω εμπρός μου. μέγας αετός κυρτόμυτος απ' τ' όρος εκατέβη και τους λαιμούς των έκοψε· νεκραίς επέσαν όλαις 'ς το μέγαρο, και ο αετός σηκώθη 'ς τον αιθέρα· 540 κ' εγώ μες τ' όνειρ' έκαμνα ξεφωνητό και κλάψα· κ' εμένα η καλοπλέξουδαις κυκλώσαν Αχαιίδες ενώ 'κλαια πως αετός μου φόνευσε ταις χήναις· γύρισε αυτός κ' εκάθισε 'ς την κορυφή της σκέπης, και με φωνήν ανθρώπινη μ' εμπόδιζε να κλαίω· 545 —θάρρεψε, ω κόρη του γνωστού 'ς τον κόσμον Ικαρίου, όχι όνειρον, αλλ' όραμα καλό 'που θ' αληθεύση· η χήνες τους μνηστήραις σου δηλούν, κ' εγώ, 'που ως τώρα ήμουν αετός, ο άνδρας σου τώρ' είμαι κ' επανήλθα να δώσω τέλος άσχημον εις όλους τους μνηστήραις.— 550 αυτά 'πε κείνος και άφησεν εμένα ο γλυκός ύπνος· και όπως τα μάτια γύρισα 'ς το σπίτ' είδα ταις χήναις 'που τρώγαν σίτον ως προτού τριγύρω 'ς την λεκάνη».
Ο Μάχτος δεν επανήλθεν εντελώς εις την κατάστασιν του εγρηγορότος. Εκοιμάτο εισέτι. Έκλεισεν αύθις τους οφθαλμούς. Το όνειρον μετεβλήθη. Ενεφανίσθη υπό άλλην μορφήν. Είδεν ο Μάχτος τον ξένον, τον κακόν εκείνον δαίμονα, ως τον ενόμιζεν. Είδεν αυτόν και τον πατέρα του, ως τους έβλεπεν εν τη πραγματικότητι προ ολίγων στιγμών. Ήσαν ομού εν τω ονείρω, ως ήσαν και καθ' ύπαρ προ μικρού, αλλ' ουχί μόνοι.
Εγώ δε τούτο μόνον σοι λέγω, ότι αν κατωρθούντό ποτε πάντα ταύτα και επραγματοποιείτο το όνειρον του χρυσού αιώνος, τότε προ πάντων αλλοίμονον και τρις αλλοίμονον εις τους ανθρώπους! Η ασφάλεια και η απαλλαγή από του σωματικού μόχθου υπέρ του επιουσίου άρτου θα παρείχον εις πάντας άνεσιν προς καλλιέργειαν του πνεύματος αυτών.
Εμβαίνοντας λοιπόν μέσα εις τον ναόν ευχαρίστησα την τύχην μου, που με εφύλαξεν έως τόσον ζωντανόν· εξενύκτησα μέσα εις τον ναόν εκείνην την νύκτα και εις το όνειρον μου εφάνη ένας σεβάσμιος, γηραλέος την μορφήν και λέγει· εάν σκάψης υποκάτω όπου κοιμάσαι, θέλεις εύρει ένα δοξάρι με σαΐτες μολυβένιες, κατασκευασμένες υποκάτω εις κάποιον αγαθοποιόν πλανήτην, διά να ελευθερωθή το ανθρώπινον γένος από πολλά κακά που του επανίστανται· έπειτα να ρίψης τες σαΐτες εις το άγαλμα και ευθύς θέλει πέσει, το μεν άγαλμα εις την θάλασσαν το δε άλογον προς το μέρος σου· τότε θέλει φουσκώσει η θάλασσα έως την κορυφήν και εκεί θέλει ευρεθή ένα καΐκι με ένα άνθρωπον μπρούντζινον που να κουπίζη και θέλεις εμβή εις το πλοιάριον εκείνο και εις δέκα ημέρας θέλει σε βγάλει κατευόδιον εις την πατρίδα σου· όμως πρόσεχε να μην αναφέρης το όνομα του μεγάλου Προφήτου παντελώς εις το ταξείδιόν σου, διά να μη σου συμβή κανένα ατύχημα.
Ανεκάθησα επί του στρώματος με τα ώτα προσεκτικά και τους οφθαλμούς προσηλωμένους εις το σκότος. Ο πατήρ μου εκοιμάτο βαθέως. Μη ήτο όνειρον; Όχι ! Πιφ, παφ , πάλιν και κραυγαί συγχρόνως άγριαι. Εξύπνησα τον πατέρα μου και ηκούομεν αμφότεροι. Καθ' όλην την νύκτα εξηκολούθησαν εκ διαλειμμάτων ο κρότος και η ταραχή. Δεν ηδυνάμεθα να εικάσωμεν τι συμβαίνει.
ΡΩΜΑΙΟΣ Καλά· σου το υπόσχομαι. Να σε ιδώ, ποιος είσαι; Του Μερκουτίου ο καλός ο συγγενής, ο Πάρης! Τι μ' έλεγεν ο δούλος μου ‘ς τον δρόμον; και τα λόγια δεν τα επρόσεχα εγώ ‘ς την ταραχήν μου μέσα; Ο Πάρης να στεφανωθή την Ιουλιέταν ήτον; Αυτό μου είπε; ή εγώ το είδα στ’ όνειρόν μου; Ή επειδή επρόφερεν ο Πάρης τ’ όνομά της, τα εφαντάσθηκεν αυτά ο σαλευμένος νους μου; — Δος μου το χέρι.
Παράδοξος τότε οπτασία, όνειρον εν ονείρω, εθάμβωσε την ημετέραν ηρωίδα.
Αλλά σήμερον, αφού το όνειρόν σου έληξεν εις μηδαμινόν γεγονός, διά τούτο και ημείς είμεθα ήσυχοι και συμβουλεύομεν και σε να μιμηθής το παράδειγμά μας. Απομάκρυνον όμως το παιδίον τούτο από τα βλέμμαάα σου και πέμψον αυτό εις την Περσίαν προς τους γονείς του.»
Τότε ο νέος απεκρίθη· «Έχεις δίκαιον, ω πάτερ, αφού είδες τοιούτο όνειρον, να με φυλάττης· εκείνο όμως το οποίον δεν ενόησες, εκείνο το οποίον έμεινε σκοτεινόν διά σε, οφείλω να σοι το εξηγήσω. Είπες ότι το όνειρον σοι εφανέρωσεν ότι μέλλω να αποθάνω υπό σιδηράς αιχμής.
Δεν δύναμαι να είπω αν μου ήλθον πονηροί, και συνάμα παιδικοί ανόητοι λογισμοί, εν είδει ευχών κατάραι· «Να εκινδύνευεν έξαφνα! να έβαζε μια φωνήν να έβλεπε κανένα ροφόν εις τον πυθμένα, τον οποίον να εκλάβη διά θηρίον, διά σκυλόψαρον, και να εφώναζε βοήθειαν! . . . ». Είναι αληθές, ότι δεν εχόρταινα να βλέπω το όνειρον, το πλέον εις το κύμα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν