Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025
Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρήθη• 250 «Ευρύμαχε, τα δώρα μου, το κάλλος και το σώμα, οι αθάνατοι μου αφάνισαν απ' ότε 'ς την Τρωάδα με τους Αργείους έπλευσεν ο άνδρας μου Οδυσσέας. αχ! την ζωή μου αν έρχονταν να θεραπεύη εκείνος, και η δόξα μου θε ν' αύξαινε και θα 'σαν όλα ωραία. 255 τώρ' έχω λύπη, τι πολλά μώδωκε πάθ’ η μοίρα. ωιμέ, την ώρα 'π' άφινε την ποθητήν πατρίδα, το χέρι εκείνος μου 'πιασε με το δεξί του κ' είπε• γυνή μου, δεν στοχάζομαι πώς άβλαπτοι απ' την Τροία οι ευκνήμιδες οι Αχαιοί θε να γυρίσουν όλοι• 260 ότι ανδρειωμένοι λέγονται πολεμισταίς και οι Τρώες, 'ς τ' ακόντι και 'ς το τόξευμα• και ακόμ' είναι αναβάταις εις τ' ανεμόποδ' άλογα• και τούτοι αποφασίζουν ογλήγορα τον όμοιον αγώνα του πολέμου• όθεν δεν ξεύρ' αν ο θεός μ' αφήσ' ή αυτού θα πέσω 265 'ς την Τροίαν και ως προς όλα εδώ συ θα 'χης την φροντίδα.
Απάντησεν ο Ευρύμαχος· «Του Ικαρίου κόρη, 320 ω Πηνελόπη φρόνιμη, νύμφην εσέ να πάρη τούτος, δεν υποψιάζουμε ποσώς· αλλ' ουδ' αρμόζει· αλλ' εντρεπόμασθεν ανδρών και γυναικών το στόμα, μη κάποιος απ' τους Αχαιούς ουτιδανός πότ' είπη· ανδρός λαμπρού την σύντροφον πολύ κατώτεροί του 325 άνδρες ζητούν, και το στιλπνό τόξο του δεν τανύζουν· αλλ' ήλθε πολυπλάνητος πτωχός από τα ξένα, το ετάνυσε και πέρασε το σίδερο με βέλος· αυτά θα ειπούν και όνειδος 'ς εμάς θα ήναι ο λόγος».
Η βασίλισσα ωσάν φρόνιμη που ήτον ηθέλησε να τον καταπραΰνη λέγοντάς του· κάνει χρεία, βασιλέα μου, πρώτον να εξετάσης διά όσα αυτός σου είπε διά τον Αμπτούλ, και αν ήθελεν είνε αλήθεια είνε το πρέπον να τον συμπαθήσης με το να σου είπεν εκείνο που είνε, ειδέ μη και ήθελεν είνε ψεύμα, τότε πρέπει να τον παιδεύσης διότι, έτσι απλώς και ως έτυχε, δεν πρέπει να τον θανατώσης.
Είναι βέβαιο — ακόμη πιο βέβαιο — όχι πως δε μ' αγαπά σαν που την αγαπώ, μα πως μήτε ξέρει, μήτε κατάλαβε την αγάπη μου όλη. Δεν την ακούς πώς μιλεί; Δεν τα ξεχνώ. «Μη σε μέλη» και «Να είσαι ήσυχος» και «Μη βιάζεσαι» και «Μην τυραννιέσαι.» Μπορώ να μην τυραννιούμαι; Ήσυχη τη θέλεις την αγάπη κι αγάπη τη λες; Ναι! είσαι ήσυχη, είσαι φρόνιμη εσύ.
Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· «Την κλίνη θα 'χης πάντοτε την ώρα 'που η καρδιά σου θελήση, αφού τώρ' οι θεοί σ' αξίωσαν να φθάσης 'ς το σπίτι το καλόκτιστο, 'ς την γη την πατρική σου. και αφού θεός σου θύμισεν εκείνον τον αγώνα 260 ειπέ μου τον, και, αν ως θαρρώ, κατόπι θα τον μάθω, κακό δεν είναι τώρα ευθύς να μου τον φανερώσης».
Όταν δε έλαβε την επιστολήν και την ανέγνωσε, κατ' αρχάς έκλαυσεν επί πολύ, έπειτα δε μας εκάλεσε να μας ξενίση, μας παρέθηκε λαμπρόν γεύμα και μας ηρώτα περί του Οδυσσέως και της Πηνελόπης, οποία είνε κατά την μορφήν και αν αληθώς είνε φρόνιμη, όπως άλλοτε ο Οδυσσεύς εκαυχάτο περί αυτής• ημείς δε της εδώκαμεν τας απαντήσεις τας οποίας ενομίζαμεν ότι θα της ήσαν ευχάριστοι.
Μη ρωτάς το τι και το πώς, σώνει να σου πω πώς έπαθε κ' η δασκάλα το πάθημα του Πάτερ Νικηφόρου. Τραβήχτηκε λοιπόν από τη δασκαλική κι άρχισε το νοικοκεριό· επειδή βρέθηκε φρόνιμη του παλικαριού η μάννα και την πάντρεψε με το γυιο της. Κ' έτσι έκλεισε το Σκολειό των κοριτσιών τότες, ώσπου ήρθε άλλη, πιο άσκημη. Κ' έμαθαν τα κορίτσια να γράφουν και να διαβάζουνε.
Είπε και τον ταλαίπωρον τον ξένον ωδηγούσε 'ς το σπίτι του, και άμ' έφθασαν 'ς το υπέρλαμπρο παλάτι, 85 εις ταις καθήκλαις έστρωσαν και 'ς τα θρονιά χλαμύδαις, και 'ς τα καλόξυστα λουτρά εμπήκαν κ' ελουσθήκαν. και αφού τους λούσαν κ' έχρισαν η δούλαις με το λάδι, και τους εφόρεσαν δασειαίς χλαμύδαις και χιτώναις, εβγήκαν από τα λουτρά και 'ς τα θρονιά καθίσαν. 90 και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτην χύν', εύμορφον, ολόχρυσον, 'ς ολάργυρη λεκάνη, για να νιφθούν• κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους. και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτο παραθέτει, και απ' όσα φύλαγε φαγιά προσφέρει τους περίσσα. 95 απέναντ' η μητέρα του, 'ς τον στύλο του μεγάρου, αναπαυμένη 'ς το θρονί, λεπτά 'κλωθε μαλλία. άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που εμπρός τους είχαν• και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, η Πηνελόπ' η φρόνιμη τότ' άρχισε να λέγη• 100 «Τηλέμαχε, 'ς τ' ανώγι μου θ' αναίβω να πλαγιάσω 'ς την κλίνην πολυστένακτην, 'που δάκρυα την ποτίζω απ' ότε για την Ίλιον εκίνησ' ο Οδυσσέας με τους Ατρείδαις• αχ! σκληρέ, να μου ειπής δεν θέλεις, 'ς το δώμα τούτο πριν φανούν οι απόκοτοι μνηστήρες, 105 άκουσμα της επιστροφής αν έχης του πατρός σου».
Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· «Ω ξένε, υπάρχουν και άπιαστα όνειρα μωρολόγα, 560 και όσα ονειρεύονται οι θνητοί δεν αληθεύουν όλα· ότι δυο πύλαις έχουμε των ελαφρών ονείρων· ελεφαντόπλαστ' είν' η μια κεράτιν' είν' η άλλη· και όσ' όνειρ' από τον σχιστόν ελέφαντα διαβαίνουν, όλ' απατούν τον άνθρωπον με ρήματα χαμένα, 565 και όσ' από τα καλόξυστα κέρατα διαβαίνουν αληθινά τελεσφορούν 'ς εκείνον 'που τα βλέπει. πλην το πικρ' όνειρο, θαρρώ, κείθε 'ς εμέ δεν ήλθε· αχ! πόσην θα 'φερνε χαρά 'ς εμέ και 'ς το παιδί μου. και άλλο τι ακόμη θα σου ειπώ και βάλε το 'ς τον νου σου· 570 έρχετ' η αυγή κατάρατη, 'που εμέν' από το σπίτι θα πάρη του Οδυσσέα μου· μέλλω να θέσω αγώνα αυταίς 'που κείνος έσταινε 'ς τα μέγαρά του αξίναις δώδεκα όλαις 'ς την σειράν, ως τα πλευρά των πλοίων, και από μακράν τοξεύοντας ταις διαπερνούσεν όλαις· 575 τέτοιον αγώνα τώρα εγώ θα θέσω των μνηστήρων· και αυτόν, οπ' ευκολώτερα το τόξο θα τανύση, και όλαις αξίναις δώδεκα περάση, με το βέλος, θ' ακολουθήσω, αφίνοντας το δώμα τούτ', οπ' ήλθα νεόνυμφη, πανεύμορφο και θησαυρούς γεμάτο, 580 οπού και μέσα 'ς τ' όνειρο συχνά θα το θυμώμαι».
Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη απάντησέ του κ' είπε• Τούτος ο λόγος άμποτε τέλος να λάβη, ω ξένε• και τότε την αγάπη μου θα 'γνώριζες και δώρα τόσο πολλά 'π' όποιος σε ιδή θε να σε μακαρίζη». 165
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν