Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2025


ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ποια είσαι συ; τι δαίμονας, και τι με βασανίζεις; Δεν έχει τέτοια βάσανα η κόλασις η μαύρη! Ειπέ μου, εσκοτώθηκε μονάχος ο Ρωμαίος; Νεκρός αν ήναι, 'πέ μου ναι·αν όχι, 'πέ μου όχι. Μια λέξις μόνη ας μου 'πή να ζω, ή ν' αποθάνω. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Την είδα με τα 'μάτια μου, την είδα την πληγήν του! μα τον σταυρόν! 'ς το στήθος του την είδα το γενναίον!

Αυτά' πε, κ' εγώ σύρθηκα κ' έχωσα εις το θηκάρι τ' αργυροκάρφωτο σπαθί, και άμ' έπιε το μαύρ' αίμα ο άψεγος μάντης είπε μου• «γυρεύεις την γλυκεία εις την πατρίδα επιστροφή, λαμπρότατε Οδυσσέα. 100 θα σ' εμποδίση ένας θεός• κακά θε να ξεφύγης του κοσμοσείστη, 'π' άσπονδο μίσος για σένα τρέφει, αφού το φως αφαίρεσες του αγαπητού παιδιού του. πολλά θα πάθετε κακά, και όμως θα φθάστε ακόμα, αρκεί να θέλης χαλινό να βάλης της καρδιάς σου, 105 και των συντρόφων, το καλό καράβι σου άμ' αράξης. το μαύρο κύμ' αφίνοντας, 'ς την νήσο Θρινακία, κ' ευρήτ' εκεί τα πρόβατα να βόσκουν και η δαμάλαις του Ηλιού, 'που όλ' άνωθε τηρά και όλ' άνωθεν ακούει. και αν δεν τα εγγίξης κ' εννοιασθής για την επιστροφή σου, 110 τότε, και αν πάθετε πολλά, θα φθάστε εις την Ιθάκη• αλλ' αν τα βλάψης, όλεθρο προβλέπω εις το καράβι και εις τους συντρόφους• και αν σωθής μόνος εσύ, θα φθάσης αργά και κακώς έχοντας, και από συντρόφους έρμος. με ξένο πλοίο, και θαυρήςτο σπίτι δυστυχίαις. 115 άνδραις απόκοτοι το βιο σου τρώγουν, και με δώρα την θεϊκή σου σύντροφο ζητεί καθείς να πάρη• αλλ' άμα φθάσης, φοβερά θα εκδικηθής εκείνους. και αφού μέσατο σπίτι σου χαλάσης τους μνηστήραις, είτε με δόλο ή φανερά, μ' ακονισμένη λόγχη, 120 έπαρε δρόμο, φέροντας ίσιο κοπί μαζή σου, όσο να φθάσηςτους θνητούς, 'που θάλασσα δεν ξεύρουν, και οπού δεν τρώγουν φαγητό με άλατ' αρτυμένο• ούτε τα κοκκινόπλωρα καράβια αυτοί γνωρίζουν, ούτε τα ίσια κουπιά, 'που 'ναι πτερά των πλοίων. 125 και άκου σημάδι φανερό, 'που δεν θα σου ξεφύγη•τον δρόμον άμ' απαντηθή με σέν' άλλος οδίτης, και ειπήτον λαμπρόν ώμο σου πώς έχεις λιχνιστήρι, ευθύς το ίσιο κουπί στήσε εις την γη και κάμε του Ποσειδώνα βασιληά καλόδεκταις θυσίαις• 130 κριάρι, ταύρον σφάξε του και χοίρον αναβάτη• και γύρε εις την πατρίδα σου, κ' ιεραίς κάμ' εκατόμβαις των αθανάτων, 'πώχουσι των ουρανών τους θόλους, με την σειρά του καθενός• και θάνατος θα σ' εύρη έξω απ' την θάλασσα ελαφρός, και θα σε σβύση αγάλι 135 μες τα λαμπρά γεράματα• και ωστόσ' ολόγυρά σου θα 'ναι μακάριος ο λαός• σου είπα την αλήθεια».

Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτόν απάντησα και είπα• Ατρείδη, αυτά τι μ' ερωτάς; δεν ξεύρω αν ζη εκείνος ή απέθανε• κ' είναι κακό να λέγωνται τα μάταια».

Αυτά 'πε• και ο πολύπαθος επάγωσε Οδυσσέας, κ' εκείνην επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα•

Λυγερή! — Καλώς μου τον λεβέντη! — Τι νάναι αυτό το κέντημα; — Του γάμου μας το δώρο, Που θα σου δώσω, Κωνσταντή κι’ αρραβωνιαστικέ μου, Την Κυριακή του γάμου μας την άγια εκείνη ημέρα, Που θα μας βάλη ο παπάς τα τίμια μας στεφάνια, Μπρος στο Βαγγέλιο το ιερό και μπρος την Παναγία, Και στον αφέντη το Χριστό και σ’ όλους τους Αγίους. Ιδέ και πε μου, Κωνστανή, καμάρι της καρδιάς μου.

Κ' ήλθε η ψυχή του παλαιού Θηβαίου Τειρεσία• 90 σκήπτρο κρατούσε ολόχρυσο• μ' εγνώρισε και μου 'πε• «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, ει πάλιν, ω ταλαίπωρε, από το φως του ηλίου ήλθες να ίδης τους νεκρούς, τον άτερπνο τον κόσμο; σύρου απ' τον λάκκο, το σπαθί βάστα μακρυά, να πίω 95 από το αίμα, να σου ειπώ κατόπι την αλήθεια».

Με σύγχισες πάλι. Και είναι αργά. Εκεί παρατηρεί ένα δακτυλίδι, κρεμασμένο εις την αλυσσίδα σαν μπρελόκ. Κ ώ σ τ α ς. Έστω! δες το, μάθε το, αφού έτσι θέλεις. Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Ο αρραβών της γυναίκας μου! Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Τι είπες! της γυναίκας σου! σου! Παντρεύθηκες λοιπόν. Δεν μπορεί να είναι! Πε μου λοιπόν ότι είναι ψέματα, θεέ μου! θα τρελλαθώ Κ ώ σ τ α ς.

Του κυρού σου να μην τακούς, γιατί πρέπει πως εγέρασε κ' εφιρομυάλισε. — Μα δε μπορώ, Καλιώ, είπεν ο Μανώλης, εις την ψυχήν του οποίου εγίνετο προφανώς πάλη. Εγώ τήνε θέλω την Πηγή ... αγαπώ τηνε. — Αγαπάς τηνε! ... Μα πε μου, μωρέ παιδί, είντα σ' αρέση απ' αυτή τη μουσκάρα; Τα μουστάκια τση; Δεν τηνε θωρείς πως έχει μουστάκια σαν άντρας;

Και ως μ' είδεν ότι εκάθομουν η Κίρκη, και τα χέρια 375 εις το φαγί δεν άπλονα, και μαύρην λύπην είχα, μ' εσίμωσε και ωμίλησε με λόγια πτερωμένα• «πώς κάθεσαι ωσάν άφωνος και τρώγεις την καρδιά σου, και ουδέ φαγί, και ουδέ πιοτόν, εγγίζεις, Οδυσσέα; δόλους πάλ' υποπτεύεσαι, και όμως, αφού τον όρκο 380 τον τρομερόν σού επρόφερα, δεν έχεις να φοβήσαι». Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτήν απάντησα και είπα• «ω Κίρκη, και ποιος είν' αυτός, 'π' ανθρωπινά 'χει σπλάχνα, και θα τον άφινε η καρδιά φαγί να δοκιμάση, πριν λύση τους συντρόφους του και τους θωρήση εμπρός του; 385 αλλ' αν ολόψυχα ποθείς να φάγω και να πίω, λύσε, να ιδούν τα μάτια μου τους ποθητούς συντρόφους».

Αυτά 'πε, κ' εξεκίνησαν, και, ως έφθασαντα ωραία δώματα, τον Τηλέμαχον και ομού τον χοιροτρόφον και τον βουκόλον εύρηκαν, 'που κρέατ' ελιανίζαν πάμπολλα και το φλογερό, κρασί τους συγκερνούσαν. ωστόσο μες το σπίτι του τον ήρωα Λαέρτη 365 έλουσε η γραία Σικελή, τον άλειψε και ωραίαν χλαίναν τον περιέβαλε· κ' ήλθε η Αθηνά σιμά του και του ποιμένα των λαών μεγάλυνε τα μέλη, ώστε υψηλότερος πολύ, τρανώτερος εφάνη· και, απ' τον λουτήρα ως έβγαινε, τον θαύμαζ' ο υιός του, 370 άμα τον είδετην μορφήν όμοιον των αθανάτων, και κείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα· «Πατέρα, κάποιος των θεών, θαρρώ, των αιωνίων 'ς τ' ανάστημά σου, εις την ειδή, λάμψιν εχάρισ' άλλην».

Λέξη Της Ημέρας

αναστασίας

Άλλοι Ψάχνουν