Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025
«Αγαπητέ, θεώρησε, γλυκέ μου Νεστορίδη, 'ς τα δώματα τ' αχόλογα πως ο χαλκός αστράφτει, ο ήλεκτρος, το μάλαμμα, ο ελέφαντας, τ' ασήμι• όμοια 'ς τον Όλυμπο, θαρρώ, θε να 'ναι η αυλή του Δία• αμίλητα 'ναι, είναι πολλά• θαυμάζ' όσο τα βλέπω». 75
Κ' επιάσθηκε η κατάρα, κ' ήρθε η λυγερή Με ξανοιγμένους κόρφους, μ' απλωτά μαλλιά, Κι' ολοβροντά την πόρτα σαν θεότρελλη. Τ' αρρώστου η μάν' ανοίγει· κ' η θεότρελλη 'Στήν αγκαλιά του πέφτει και φιλεί και κλαίει. Έγειανε ο νηός, κ' η κόρη πήρε πληρωμή Καθάριο δαχτυλίδι κι' όλο μάλαμμα. Η ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΡΑ ΚΙ' Ο ΒΑΣΙΛΗΑΣ κ. Γ. Δροσίνη. Μια λυγερή 'ς τον αργαλειό υφαίνει τα προικιά της.
Βάν' ασημένιον αργαλειό κ' υφάδια μεταξένια, Βάν' σαΐταις μάλαμμα και φιλτισένια χτένια, Κι' αγάλια-αγάλια ύφαινε και ψιλοτραγουδούσε. Από το βρόντο τ' αργαλειού κι' απ' τον ηχό της κόρης Ο ήλιος εσταμάτησε, δεν πάει να βασιλέψη.
Ξενιτεμένη έπλενε στην άκρη στο πηγάδι Κι ένας διαβάτης στάθηκε στο μαύρο του καβάλλα, Την εχαιρέτισε γλυκά και της μιλάει με πόνο. — Βγάλε τρεις σίκλους, λιγερή, να πιώ κι' εγώ κι' ο μαύρος, Και θα σου δώσω μάλαμμα για τον καλό σου κόπο. — Σου βγάζω ξένε μου νερό, να πιής κι' εσύ κι' ο μαύρος, Το μάλαμμά σου κράτα το, σ' εμένα δεν περνάει, Έχω τον άντρα μου μακρυά, στης Ξενιτειάς τα μέρη, Χρόνους εννιά τον καρτερώ και τρεις θα τον προσμένω, Κι αν ως τα τότε δεν ερθή, θα κόψω τα μαλλιά μου Θα βάψω τα σκουτάκια μου και καλογριά θα γένω. — Απέθανεν ο άντρας σου και μην τον περιμένης.
Ζωντάνεψαν τα μάρμαρα πούταν βουβά και κρύα Κ' έμμορφα βασιλόπουλα πεζά κι' αρματωμένα Ντυμένα μέσ' 'ς το μάλαμμα τα λόγγα πηλαλάνε Κι' απ' όλα των τα στόματα 'σαν μια φωνή γροικιέται: — Ποιος είν' αυτός οπώκαμε τέτοιο καλό μεγάλο Το βιο να του χαρίσουμε και ταις χρυσαίς κορώναις!
Οι δυο μας άνθρωποι του άλλου κόσμου διασκεδάζανε κοιτάζοντάς τα: οι αμάδες τους ήτανε πολύ πλατιές και στρογγυλές, κίτρινες, κόκκινες, πράσινες, και λαμποκοπούσαν εξαιρετικά. Τους ήρθε επιθυμία να μάσουνε μερικές· ήτανε μάλαμμα, σμαράγδια, ρουμπίνια, που το μικρότερό τους θα μπορούσε νάναι το μεγαλύτερο στόλισμα του θρόνου της Μογγολίας.
Και απάντησε ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης• «Κ' εγ' όλα τούτα, τέκνο μου, θέλει σου 'πω μ' αλήθεια• και μόνος σου φαντάζεσαι πως τούτα ήθελε γείνουν, 255 αν ζωντανόν τον Αίγισθο 'ς τα μέγαρα ήθελ' εύρη τότε ο ξανθός Μενέλαος, φθασμένος απ' την Τροία. τότε ουδέ χώμα εις τον νεκρόν εκείνου ήθελε ρίξουν, αλλά θα τον κατάτρωγαν πετούμενα και σκύλοι απόρρικτον 'ς την εξοχήν• ουδ' ήθελε Αχαιίδα 260 καμμιά τον κλάψη• ότι έπραξεν έργο φρικτό και μέγα• ότι εκεί μέναμεν εμείς, 'ς τους τρομερούς αγώναις, και αυτός, εις τ' Άργους την καρδιάν, ήσυχος την γυναίκα έπασχε του Αγαμέμνονα με λόγια να μαγεύση. και αρνιόνταν πρώτα τ' άπρεπον έργον η Κλυταιμνήστρα• 265 ότ' είχε γνώμην αγαθή• και ακόμ' είχε σιμά της τον αοιδόν, 'που ως έφευγεν ο Ατρείδης για την Τροία να του φυλά την σύντροφο θερμά 'χε παραγγείλει. αλλ' ότε η μοίρα των θεών τον σπέδισε να πέση, τότ' έσυρε τον αοιδόν ς' έρμο νησί και αφήκε, 270 ηύρεμα να 'ναι και τροφή των πετεινών, κ' εκείνην πρόθυμος εις το σπίτι του πρόθυμην την επήρε. και των θεών εις τους βωμούς πολλά 'καψε μερία, πολλά στολίδια κρέμασεν, υφάσματα, χρυσάφι, ότ' είχε πράγμ' ανέλπιστο και μέγα κατορθώσει. 275 κ' εμείς αντάμα επλέαμεν, ως φίλοι, εγώ και ο Ατρείδης, απ' την Τρωάδα ερχόμενοι• αλλ' όταν 'ς του Σουνίου των Αθηναίων φθάσαμε το άγιον ακρωτήρι, του Μενελάου φόνευσε τότε τον κυβερνήτην ο Φοίβος ο Απόλλωνας με τ' άλυπά του βέλη, 280 ενώ του πλοίου, 'πώτρεχεν, εκράτει το τιμόνι, τον Φρόντι του Ονήτορα, 'που εις όλους ήταν πρώτος, όταν μανίζ' η τρικυμιά, να κυβερνά καράβι. κ' έτσι αυτός, μ' όλον 'που 'χε βια, έμεινε αυτού να θάψη τον φίλο, και νεκρώσιμα να του προσφέρη δώρα. 285 αλλ' όταν εις τα πέλαγα τα σκοτεινά κ' εκείνος εβγήκε με τα πλοία του, και 'ς τ' όρος τον Μαλέα γοργά 'φθασε, ο βροντόφωνος Δίας φρικτό ταξείδι του ετοίμασε, και του 'στειλε σφοδρών πνοαίς ανέμων, και κύματα, 'που εφούσκοναν και ως όρη εμεγαλόναν. 290 και τα καράβια χώρισε, μέρος σιμά 'ς την Κρήτη, 'που κατοικούν οι Κύδωνες, 'ς το ρεύμα του Ιαρδάνου. μια πέτρα υψόνεται γλυστρή, 'ς τα σκοτεινά πελάγη, 'ς άκρη της Γόρτυνος, και αυτού, προς την Φαιστόν, ο Νότος προς τ' ακρωτήρι το ζερβί μεγάλο κύμ' αμπώθει, 295 κ' εκείν' η πέτρα η μικροστή μέγ' αποδιώχνει κύμα. ήλθαν αυτού, και μεταβιάς οι άνδρες εσωθήκαν, κ' εσύντριψαν τα κύματα 'ς τους βράχους τα καράβια• και τ' άλλα πέντ' ετράβιξε μαυρόπλωρα καράβια 'ς την Αίγυπτο της θάλασσας η ορμή και των ανέμων. 300 και πλούτη αυτού και μάλαμμα εσύναζεν εκείνος, γυρνώντας με τα πλοία του 'ς ανθρώπους αλλοφώνους.
Και ετράπησαν όλαι αι γυναίκες προς τον ανήφορον, όπου ο γέρων πηδαλιούχος ανήρχετο ακόμη σιγά-σιγά χωλαίνων με τους δύο πρισμένους πόδας του και τα δύο χονδρά ραβδία του. — Αρί-σείς, ηκούσθη όπισθεν πάλιν η φωνή της αιτούσης γραίας. Αρί-σείς, δος τε μου δυο φ'λλάκια πλειο· τι ήτανε! Μάλαμμα τα κάματε;
Το έγκλημα με μάλαμμα απ' έξω σκέπασέ το, κ' επάνω του συντρίβεται του Νόμου το κοντάρι χωρίς αυτό να εγγιχθή. Κουρέλια φόρεσέ το, και μ' ένα τσάκνο το τρυπά κι' ο νάνος πέρα πέρα! Κανείς δεν είναι ένοχος! Κανείς, κανείς σου λέγω. Κανείς δεν πταίει! Όλους των εγώ τους δικαιώνω. Άκουσ' εμένα· επειδή την δύναμιν την έχω, εάν κανείς κατηγορή, το στόμα να του κλείσω.
Πλειότερον εκτιμάς εσύ ταις σκωριαίς παρά εκείνος το μάλαμμα. — Αληθινά; είπεν ο Γύφτος μετά θαυμασμού. — Αληθινά, επανέλαβεν ο ξένος. Και είνε φυσικόν. Διότι εκείνος δεν ειμπορεί να έχη ανάγκην από χρήματα. — Είνε δα πολύ πλούσιος, θα πη; — Όχι ότι είνε πλούσιος. Αλλά ειμπορεί να έχη όσα χρήματα θέλει. — Δεν το αγροικώ αυτό τι θέλει να πη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν