Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025


Και ο Δίας του αποκρίθηκεν ο νεφελοσυνάκτης• «Ήλιε, συ λάμπε ως έλαμπες, εδώ των αθανάτων, 385 Και των ανθρώπων των θνητώντην γη την σιτοδώρα• κ' εγώ το γοργό πλοίο τους τρίμματα ευθύς θα σχίσω με φλογοβόλον κεραυνότα σκοτεινά πελάγη». Τούτ' άκουσ' απ' την Καλυψώ, την λαμπρομάλλα νύμφη, κ' εκείνης τα 'πε, ως έλεγεν, ο γλήγορος Ερμείας. 390

» Εγώ είμαι άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι, » Έχω φωνή τον κεραυνό κι’ ανάσα τη φουρτούνα, » Σαν τραγουδάω χορεύουνε στα πλάγια μου τ’ αρκούδια, » Κι’ από τη ζήλεια την πολλή βουβαίνονται τ’ αηδόνια.

Απογύμνωσες τη διάνοιά σου για να μας δώσης της ιδέες της, την ψυχή σου για να μας χαρίσης την αγάπη της και το θυμό τηςκαι καταδέχτηκες απ' το μεγάλο σου έργο, απ' τη φωτιά, ν' αφήσης ν' ανάψωμε τον κεραυνό μας που σε σκοτώνει. Τώρα τελείωσαν όλα. Δεν έζησα παρά μια στιγμήμόνο χίλια χρόνιακι' είνε θλιβερό να πεθαίνη ένας Θεός νέος μέσα σ' ένα λαό σαν τους Έλληνες.

Και απάντησε ο πολύγνωμοςεκείνην Οδυσσέας• 240 «Είναι, ω βασίλισσα, βαρύ να είπω ένα προς ένα τα πάθη μου, επειδή πολλά οι αθάνατοι μου δώσαν• τούτο εγώ μόνον θα σου ειπώ, 'που μ' ερωτάς να μάθης. κάποιο νησίτα πέλαγα μακράν είν', η Ωγυγία, όπου η δολία Καλυψώ, του Άτλαντα θυγατέρα, 245 καλόκομη, δεινή θεά, την κατοικία της έχει, και ούτε θεός ούτ' άνθρωπος συγκοινωνεί μ' εκείνην. αλλ' ο θεός εμ' έφερε τον άθλιοτην γωνιά της πάντερμον, ότι το γοργό καράβι μου 'χε ο Δίας με τον λευκό του κεραυνό σχίσειτο μαύρο κύμα. 250 και οι σύντροφοι μου εχάθηκαν, κ' έπιασα την καρίνα αγκαλιαστά, και μ' έδερνεν η θάλασσ' εννηά 'μέραις• και ότ' ήλθε η δέκατη νυκτιά, οι αθάνατοι μ' εφέραντης Ώγυγίας το νησί, αυτού, 'που κατοικάει η Καλυψώ καλόκομη, δεινή θεά, κ' εκείνη 255 μ' εδέχθη και μ' εξένιζε, μ' έτρεφε κ' είχε γνώμη αθάνατον και αγέραστον εμέ να καταστήση• αλλά ποτέ δεν έπειθετα στήθη την ψυχή μου. κ' έμεινε αυτού χρόνους επτά, κ' έβρεχα εγώ με δάκρυα τα άφθαρτα φορέματα, 'που μου 'χε δώσει εκείνη. 260 αλλ' ότε ο χρόνος όκτατοςτον κύκλο του μ' ευρήκε, τότε μ' επαρακίνησε να υπάγω εις την πατρίδα• η προσταγή 'ταν του Διός ή μόνη άλλαξε γνώμη. μέσα εις πολύδεσμη πλωτή με προβοδά και βάζει άρτον, κρασί, και μ' άφθαρτα φορέματα μ' ενδύνει, 265 κ' έστειλε πρύμον άβλαβον οπού χλιός εφύσα. ημέραις έπλεα δεκαεπτά σχίζοντας τα πελάγη, και την δεκάτην όκτατη φανήκαν τα ισκιωμένα της γης σας όρη• εχάρηκετα στήθη μου η καρδία του δύστυχου, και συμφορά μ' εκαρτερούσε ακόμη 270 μεγάλη, οπού μου εκίνησεν ο σείστης Ποσειδώνας, κ' έσπρωξε ανέμους κατά με και μου 'κλεισε τον δρόμο, αγριεύοντας την θάλασσαν, ουδ' άφινε το κύμα εμέ, 'που συχνοστέναζα, μες την πλωτή να μένω• και η τρικυμιά την σκόρπισε• και τότε κολυμπώντας 275 έσχισ' αυτήν την άβυσσον, ως 'που σιμάτην γην σας εμ' έφερε της θάλασσας η ορμή και των ανέμων. και αν εις την γη τότ' έβγαινα το κύμα θα μ' ενίκα, εις τραναίς πέτραις σπώντας με και εις άτερπνο ακρογιάλι. αλλ' αποσύρθηκ' απ' την γη και κολυμπώντας ήλθα 280τον ποταμό, 'που κάλλιστος αυτού μου εφάνη ο τόπος, χωρίς πέτραις και απάνεμος•του ποταμού την άκρη έπεσα ψυχοπιάνοντας, κ' ήλθεν η νύκτα η θεία. και απ' το ουρανοκαταίβατο ποτάμι πέρα εβγήκα και κάτω από χαμόδενδρατα φύλλα στοιβασμένα 285 πλάγιασα, και ατελεύτητον θεός μου εχάρισ' ύπνο• αυτούτα φύλλα με καρδιάν θλιμμένην εκοιμώμουν ολονυκτής και την αυγήν, ως την μισήν ημέρα• και ο ήλιος όταν έκλινε, μ' άφησ' ο γλυκός ύπνος, κ' ένοιωσα ταις θεράπαιναις της κόρης σου, 'που επαίζαν 290την όχθη• και ώμοιαζε θεάτην μέση τους εκείνη•αυτήν επρόσπεσα, και αυτή με νουν ορθόν και γνώσι εφέρθηκεν, ανέλπιστατην νέαν ηλικία• και ηξεύρουμ' ότι αστόχαστοι συνήθως είναι οι νέοι. και μου 'δωσ' άρτον και λαμπρό κρασί και εις το ποτάμι 295 μ' έλουσε, και τα ενδύματά μου έδωσε τούτ' ακόμη. ιδού μ' όλον τον πόνο μου σου 'πα όλην την αλήθεια».

Ω του Αδμήτου ανάκτορα, που αν και θεός μεγάλος εδέχθηκα να κάθωμαι στων δούλων το τραπέζι, χαίρετε τώρα. Αίτιος αυτής μου της δουλείας ήτανε ο Ζευς που σκότωσε με ένα κεραυνό του τον γυιό μου τον Ασκληπιόν. Εγώ απ' τον θυμό μου τους Κύκλωπας εσκότωσα, που την φωτιά δουλεύουν και τηνε κάνουν κεραυνούς για τον πατέρα Δία.

Ούτε γνωρίζω πια θεόν κανένα να του πάμε θυσίες, να συγκινηθή και να μας εισακούση. Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Ένας μονάχα θάκανε το θαύμα, αν εζούσε ο γυιός του Φοίβου Ασκληπιός• αυτός και πεθαμμένην την άμοιρη βασίλισσα μπορούσε ν' αναστήση κι' από τον Άδη εις την γην να μας την φέρη πίσω. Γιατί πριν μ' ένα κεραυνό ο Ζευς να τον σκοτώση πολλούς νεκρούς ανάστησε από τον κάτω κόσμο.

« Ήλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή μου, » Ποιος είνε άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι, » Νάχη φωνή τον κεραυνό κι’ ανάσα τη φουρτούνα, » Να τραγουδάη και νάρχωνται τ’ αρκούδια να χορεύουν, » Κι’ από τη ζήλεια την πολλή τ’ αηδόνια να σωπαίνουν;

ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Νά, βλέπεις τη θεά την Αθηνά που τον Εγκέλαδο χτυπάει και την πλεχτή ασπίδα πάλλει με της γοργόνας το κεφάλι; ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Ναι, βλέπω την Παλλάδα την θεά μου. ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Και πως; δεν βλέπεις και τον κεραυνό πούχει φωτιά κι' από τα δυο τα μέρη, και του Διός από τον ουρανό το τρομερό τον ρίχνει χέρι;

Η εμφάνιση του Διός απάνω στον αητό του με τον κεραυνό στο χέρι, της Ήρας με τα παγώνια της και της Ίριδας με το πολύχρωμο τόξο της, η μάσκα της Αμαζόνας κ' η μάσκα των Πέντε Μαγισσών, όλα μπορεί να θεωρηθούνε σαν αρχαιολογικά πράγματα· και τόραμα που βλέπει ο Posthumus στη φυλακή, του Sicilius Leonatus — «ενός γέρου που ντυμένος σαν πολεμιστής οδηγεί μιαν αρχαία ματρόνα» — είναι καθαρά αρχαιολογικό.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν