Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025
ΚΡΕΟΥΣΑ Ώ συ, αιθέρα μου λαμπρέ, άπειρε! ποία λόγια να σου φωνάξω; από που η ανέλπιστη ηδονή μου έρχεται αυτή, και ποιος θεός τέτοια χαρά μου δίνει; ΙΩΝ Τα εφαντάσθηκα όλα αυτά, μητέρα μου, και πρώτα, προτού ακόμα μάθω εγώ πως είμαι γυιός δικός σου. ΚΡΕΟΥΣΑ Αχ, τρέμω από το φόβο μου. ΙΩΝ Δεν έχεις τώρα εμένα; ΚΡΕΟΥΣΑ Τόσος καιρός επέρασε χωρίς καμμιάν ελπίδα.
Να το στόμα της και τα μαλλιά της και το ουράνιο το κορμί, το κορμί της το ξαθό που με τρελλαίνει η μυρωδιά του. — Καλή νύχτα! καλή νύχτα! Λέλα, κοιμήσου καλά! Και της αρπάζω ένα φιλί που ακόμη στα χείλια μου τόχω. — Λέλα μου, Λέλα, κανείς δε σ' αγάπησε σαν και μένα. Ακκουμπά στην πλάτη μου μια στιγμή, σα λιγοθυμισμένη. — Αχ! Εσύ ζωή μου, μου λέει.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Αχ, φίλτατε, αν είμαι τοιαύτη, ας παραγάγη χάλαζαν ο ουρανός εκ της παγετώδους καρδίας μου, και ας δηλητηριάση αυτήν εν τη πηγή της· ας πέσουν επί της κεφαλής μου οι πρώτοι κόκκοι της χαλάζης ταύτης, και διαλυόμενοι ας εξαφανίσουν την ζωήν μου! ας κτυπήσουν οι δεύτεροι τον Καισαρίωνα! και ούτως εφεξής, έως ότου οι απόγονοί μου άπαντες, και οι ανδρείοι μου Αιγύπτιοι κατακυλισθώσι νεκροί και άταφοι υπό την εκρηγνυμένην ταύτην χαλαζοβόλον καταιγίδα, ταφώσι δε υπό των μυιών και των εντόμων του Νείλου βορά αυτών γενόμενοι!
— Αχ! έκαμεν ο πρώτος χωροφύλαξ, κάμπτων τον λιχανόν της δεξιάς χειρός, και φέρων αυτόν εις το στόμα, ως διά να τον δαγκάση, μετά πείσματος βιαίου της κεφαλής. Μας πρέπει για να μας τα ξηλώσουνε. Ο δεύτερος χωροφύλαξ, θέλων να κάμη τον αυστηρόν, απέτεινε τον λόγον προς την κόρην. — Για πού τώβαλε ο αδερφός σου, μωρή; της είπεν. Η Αμέρσα δεν απήντησε.
Ξάφνω το δάσος γέλασε και μ' άνθη έχει γεμίσει· ήταν μονάχα μιαν αυγή που λάλησαν τ' αηδόνια κι έχει μονάχα μιαν αυγή το κύμα αργοφλοισβίσει· και είναι οι χαρές που ζήσανε μια αυγή που ζουν αιώνια, και είναι οι χαρές που πάντα ζουν στου πόνου μας τα βάθη και είναι οι χαρές—άχ το άφαντο πανί μακριά που εχάθη! Έλαμψε κι είχε πύργος γίνει έξαφνα το άχαρο ρημάδι.
Και προς αυτόν δακρύζοντας απάντησε ο πατέρας· 280 «Ω ξέν', ευρίσκεσαι 'ς την γην, οπ' ερωτάς να μάθης, και άνδρες αυθάδεις, ασεβείς, παράνομοι, την έχουν· και τ' άπειρ', όσα χάρισες δώρα, χαμένα τα 'χεις, εις την Ιθάκη ζωντανόν αν εύρισκες εκείνον, θα σ' αντιφιλοξένιζε και θα σε προβοδούσε 285 με δώρα, ως πρέπει προς αυτόν 'που μας ξενίση πρώτος. και τώρα ειπέ μου καθαρά, πόσ' έτ' είν' αφού 'δέχθης κείνον τον ξένον έρημον, υιόν μου, άν ποτ' εζούσε, άμοιρον, 'που, των ποθητών μακράν και της πατρίδος, 'ψάρια 'ς τον πόντον έφαγαν ή 'ς την στερηά θηρία 290 και όρνεα κατασπάραξαν και αχ! δεν τον έχει ενδύσει νεκρόν και δεν τον έκλαψεν η μάννα και ο πατέρας, εμείς 'που τον γεννήσαμεν και τον αγαπημένον άνδρα της η πολύδωρη, φρόνιμη Πηνελόπη, ως πρέπει, δεν ξεφώνησε 'ς την ύστερή του κλίνη, 295 ουδέ τα μάτια του 'κλεισεν, ως των νεκρών αρμόζει. και τώρα τούτο λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω, ποιος είσαι; ποιο το γένος σου; πού η πόλις και οι γονείς σου; πού μένει το καράβι σου, 'που σ' έφερ' εδώ πέρα με τους λαμπρούς συντρόφους σου; μη τάχα εις ξένο πλοίο 300 ήσο επιβάτης κ' έφυγαν εκείνοι αφού σε βγάλαν;»
Τότες του μίλησε η Λενιό μ' αγαπημένα λόγια «Κουνιάδε εμένα της λωλής, της σιχαμένης σκύλας, αχ την αβγή που η μάννα μου με γέννησε στον κόσμο 345 να θε μ' αρπάξει μια κακή φουρτούνα, και στα όρη να θε με φέρει ή στου γιαλού το φουσκωμένα κύμα, όπου πριν τύχουν όλα αφτά να μ' έπνιγε το κύμα· μα μια οι θεοί και τ' τόγραψαν τέτια κακά να τύχουν, ας έπεφτα καν σ' άλλου αντρός, καλύτερου, τα χέρια, 350 που νιώθει από καταλαλιά και κόσμου κατηγόρια.
Είχα δα, η κατακαημένη, και τη μεγάλη μου κόρη Ευτυχίτσα, που την έχασα πρόπερσυ, μακάρι να της έμοιαζε ! Αχ! φώναξε η Λιόλια, και τόχα τάξει να το βγάλω Βεργινία !-μα τώρα πάει πια-τώρα ξέρω πως δε θα ζήση- . . και το πήρε στα χέρια της να το φιλήση κ' εκείνην τη στιγμή το παιδί άνοιξε τα κερένια του ματόφυλλα και φάνηκαν τα ματάκια του αναποδογυρισμένα σα να κύτταζε τη μητέρα του με τασπράδι, όπως έκανε η Βεργινία. . . . . το ξέρω 'γώ!
Κανένας τους όμως, μήτ' ο γέρος ο άρχοντας, μήτ' ο επίτροπος δίπλα του, μήτ' ο γιατρός παραπέρα, μήτ' ο πραματευτής παρακείθε, αχ, μήτε ο φωτισμένος ο δάσκαλος, δε θα ξεστομίσουν τη λέξη την τρομερή που κρύβει μέσα της καταστροφή και κατακλυσμό για την ώρα, ειρήνη κι ανθρωπισμό για κατόπι. Ας την αφήσουμε και τη ρωμαίικη την Αγορά. Την είδαμε και τη Ρωμιοσύνη.
Κατέβηκε απ’ το κρεββάτι. . . έπεσ' απ’ το κρεββάτι. . . Καλέ! καλέ πέθανε καλέ !. . Αχ, Κύριε Νίκο ! δεν ακούτε; πέθανε Κύριε Νίκο ! Δεν τη βλέπετε Κύριε Νίκο ; Αχ, Θε μου! θε μου! τώρα τι να κάνουμε ; τώρα τι να κάνουμε; Έτσι ξεφώνιζε αλαλιάρα, φρενιασμένη απ’ την τρομάρα της που την είχε παγώσει όλην ως μέσα στην ψυχή της, η Λιόλια, σαν είδε τη Βεργινία πλαγιασμένη ξέπνοη μες του φεγγαριού το αργυρόγλαυκο ποτάμι. . κι αρχίνησε να κλαίη, να θρηνή. . . Ο Νίκος, ξεσυρμένος έτσι απότομα, σαν απ’ τα μαλλιά, μέσ' απ την ονειρεμένη του αγκαλιά, δεν κατάλαβε στην αρχή που βρισκόταν και τι του γινόταν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν