Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025
ΝΕΑΝΙΑΣ και μετ' ολίγον Α' ΓΡΑΥΣ και ΝΕΑΝΙΣ Αχ! είθε να μπορέσω κοντά στη νηά να πέσω, προτού μου 'ρθούν για πλάκωμα γρηές και κουτσομύτες. Αυτό δεν υποφέρεται 'ς ελεύθερους πολίτες! Ας έμβω να κρυφθώ εδώ, και τι θα κάνη να το ιδώ. ΝΕΑΝΙΑΣ Δώστε, θεοί, την ώμορφη κοπέλλα ναύρω μόνο, που τόσο ρούφηξα κρασί κ' από τον πόθο λειώνω. Ενόμισε πως έφυγα, και μέσα τώρα μένει. και γι' αυτόν εγώ μιλούσα!
ΛΑΕΡΤΗΣ Δεν μένει τίποτ' άλλο; ΛΑΕΡΤΗΣ Θέσετε την εις το χώμα, και γιούλια να βλαστήσουν, αχ! από τ' ωραίο και αμόλυντό της σώμα! Και συ, ρασοφόρε σκληρόκαρδε, να μάθης ότ' η αδελφή μου άγγελος λειτουργός του Υψίστου θα καθίζη, ενώ συ θα κυλιέσαι και θα ουρλιάζης. ΑΜΛΕΤΟΣ Θε μου! η εύμορφη Οφηλία; Χαιρετώ σε!
Αχ κείνον να θε τόνε δω να κατεβεί στον Άδη, θάλεγα εδώ μου σήκωσαν απ' την καρδιά 'να βράχο!» 285 Είπε, και σπίτι αφτή γυρνάει τις σκλάβες να φωνάξει.
Πάω μ’ άλλη στο βουνό. . . Αχ πόσο πολύ το ήθελε ! Και πάλι, έναν τόνο πιο ψηλά: Έλα Λιόλια ! έλα Λιόλια ! Έλα πάμε στο βουνό Μωρ' έλα Λιόλια ! Λιόλια-Λιόλια ! Έλα πάμε στο βουνό ! Και σά-α-άν το θες, μη ντρέ-ε-έπεσαι ! – Και-αι σάν-α-άν το θες, μην ντρέ-ε-έπεσαι ! – Λιόλια-Λιόλια ! Λιόλια-Λιόλια ! Πάμε, πάμε στο βουνό . . . .
Την ερώτησιν ταύτην υπέλαβεν η Ερμιόνη αποτεινομένην εις την ζηλείαν μάλλον ή την θωπείαν της, και έσπευσε να προσθέση· — Αχ, . . . . ζηλεύω τα παιδιά των. Δεν ξεύρεις πόσα είνε, Αγησίλαε, . . . και όλα τόσα . . . τόσα, το ένα μικρότερο και ωραιότερο από το άλλο. Να είχαμε κ' εμείς κανένα! . . . είπε μετ' ολίγον σιγαλή τη φωνή, κύπτουσα το πρόσωπον προς τον σύζυγόν της.
Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Ξέρω, στο άντρον του Πανός πούνε βωμοί κοντά του. ΚΡΕΟΥΣΑ Αχ! εδοκίμασα εκεί λαχτάρα εγώ μεγάλη. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Λαχτάρα, ποιάν; στα λόγια σου τα δάκρυα μου τρέχουν. ΚΡΕΟΥΣΑ Δύστυχο γάμο άθελα έκαμα με το Φοίβο. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Κόρη μου! τάχα ναν' αυτό που είχα καταλάβη; ΚΡΕΟΥΣΑ Δεν ξέρω• την αλήθει' αν λες, θα σου τ' ομολογήσω. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Και την αρρώστια την κρυφή πότε είχες υποφέρη;
— Αχ! το ξέρω, ψυχή μ', πως το θέλ'ς και το παρα'θέλ'ς, αλλά.... είναι ψηλά μας ένας μεγάλος νοικοκύρης, που μας ορίζει όλους και στέλνει τον άγγελό τ' και μας μαζεύει... Έπειτα, τσιούπρα μ'... εγώ ζω άδικα πλειο. Είμαι πεθαμένη κι' άθαφτη. Μόνο οι δυο πόθοι με συγκρατούν και με βαστούν σε τούτον τον κόσμο. Ο καιρός μ' ήρθε από πολλής. Ούρμασε τ' απίδι και θα πέση κάτω από την απιδιά.
Και μίαν άλλην φοράν, ότε μετέβαινον μετά του μακαρίτου πατρός μου εις την αγρυπνίαν της Παναγίας — πάλιν εκείθεν διήρχετο η οδός — τον άφησα μισοστρατής και εγύρισα οπίσω, εις την οικίαν μας, ασθμαίνων, διωκόμενος. Αχ! μ' εκυνήγησεν ένα βωδάκι, μετά βίας και αγριότητος λύκου, μυκώμενον, κράζον, φωνάζον, κερατίζον την νύκτα.
— Ακούς, Δελχαρώ, είπε, της Αμέρσας μονάχα να πω να 'ρθή, ή να 'ρθή και το Κρινιώ μαζύ; Τι λες εσύ, πεθερά; Και η Φραγκογιαννού ανυπόμονος· — Πήγαινε τώρα, τι φέρνεις γύρο; είπε. Ας ερθή όποιος ερθή! Η Δελχαρώ εθρήνει ηρέμα κύπτουσα επί του λύκνου. Ο Νταντής πριν εξέλθη, έρριψε βλέμμα εις το λίκνον και εις την σύζυγόν του. — Αχ! κρίμα, ζάβαλε! είπε . . . Κ' έβλεπα κάτι όνειρα! . . . βρε, παιδιά!
Γοργό Χηλιδωνάκι, πουλί ξενοτικό, Κι' εμέ του ξένου κάμε μια χάρι σπλαχνικό, Πέτα στο περιβόλι της Χλόης, και σαν μπης, Κοντά της να καθίσης, πολλά να της ειπής· Να της ειπής λαλόντας παραπονετικά Πως έβαλαν τα μαύρα, τα μαύρα μ' σωθικά. Ειπές της πως δεν παύω από τους στενασμούς. Αχ! μη, Χελιδωνάκι· πες της χαιρετισμούς.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν