Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025
— Αχ! δίκηο έχει, ο καϋμένος, ο Λυρίγκος . . . «Όλο κοριτσούδια, το έρμο, όλο κοριτσούδια!» . . . Και τι ξαλάφρωμα θα ήτον τώρα γι' αυτόν, για την άμοιρη τη γυναίκα του, να του τώπαιρνε τώρα, ο Μεγαλοδύναμος! . . . αυτό καν πούνε μικρό, και δεν έχει ν' αφήση μεγάλον καϋμό 'πίσω του!
— Αχ, μ’ έχασες πειρασμέ!... εστέναξεν ο καπετάνιος τραβώντας τα μαλλιά του. Μα ο Μπαρμπατρίμης έτρεξε χαρούμενος και του εβούλωσε το στόμα. — Φτύσ' στον κόρφο σου και μη βαργομάς το θεό!... Να που ξεδιάλυνε η κακοσημαδιά· κάλλιο στο καράβι παρά στο σπίτι σου! Ο καπετάν Κρεμύδας εγύρισε και τον εκύταξε άφωνος.
Κύττα και συ! διέκοψε κατά τας τελευταίας αιτήσεις η δεομένη την παράκλησιν, και σπεύδουσα να εξέλθη και πάλιν επιστρέφουσα. — Δεν βλέπω, παιδί μου! υπέλαβεν ο γέρων. — Νά! εκεί δα εκείνα τα δυο πανάκια. Αχ! . . . Θα πέση επάνω 'ςτο Μπούρτσι! Νά, ο καπετάν Βγενιός! πιστίλι, μούσκεμα! Δεν του το είπα του βλουημένου!; . . . Και σταυροκοπουμένη και γονυπετούσα εδέετο. — Παναγία μου!
Μ' αυτά θα με κάνετε να πεθάνω. ΑΡΓΓΑΝ Αχ! γυναικούλα μου; έλα κοντά μου. ΜΠΕΛΙΝΑ Τι έχεις, αντρούλη μου: ΑΡΓΓΑΝ Έλα, τρέξε να με νοιώσης. ΜΠΕΛΙΝΑ Τι τρέχει λοιπόν; τι συμβαίνει, παιδί μου; ΑΡΓΓΑΝ Αγαπημένη μου! ΜΠΕΛΙΝΑ Αγαπημένε μου! ΑΡΓΓΑΝ Μ' εσύγχισαν! ΜΠΕΛΙΝΑ Ω! τον καϋμένο τον αντρούλη μου! Πώς σ' εσύγχισαν, αγάπη μου; ΑΡΓΓΑΝ Η πανούργα η Τουανέττα σου ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο αυθάδης.
Η Λιαλιώ εστέναξε βαθέως και είπεν: — Αχ! ναι! ... για να είμαι ειλικρινής μαζύ σου... Εκείνος που θελά με πάρη...και τον ήθελα κ' εγώ... είνε τώρα έξη χρόνια που τον έφαγε η Μαύρη θάλασσα... Το καράβι επήγε σύψυχο... Αλλ' αν έχης έλεος, γιατί επιμένεις να μ' εξετάζης γι' αυτό;...
Εκάθητο δε εις την τράπεζαν η γυναίκα του γεωργού και ένας καλόγηρος· η νοικοκυρά έχυνε κρασί εις το ποτήρι του καλογήρου, εκείνος δε άπλωνε το πηρούνι του εις το ψάρι, και εφαίνετο ότι το νοστιμεύεται. — Αχ, να είχα και εγώ κομμάτι, είπε μέσα του ο μικρός Κλώσος, και έσκυψε διά να βλέπη καλλίτερα, και είδε παρέκει μίαν ωραίαν πήταν. — Ψυχή μου! Τι ωραίον συμπόσιον!
Μάτι αυλικού, γλώσσα σοφού, στρατιώτου ξίφος, η απαντοχή, το ρόδο της λαμπρής πατρίδος, ο τύπος της μορφής, των τρόπων ο καθρέφτης, ο ζηλευτός, ο θαυμαστός, χάμω πεσμένος! κ' έρμη εγώ δυστυχής όσο καμμιά κυρία, 'πού των γλυκών του όρκων βύζαξα το μέλι, το εξαίσιον βλέπω, το ευγενές εκείνο πνεύμα ωσάν γλυκόφωνο κουδούνι ραϊσμένο, παράτονο, βραχνό· το αμίμητον εκείνο της νεότητος πλάσμα, ως άνθος, πυρωμένο απ' την παραφροσύνην· αχ! αφανισμός μου, 'πού είδα ό,τ' είδα και οπού βλέπω τούτο εμπρός μου.
Τούτο το λάβωμ' έπιασε κ' εγνώρισεν η γραία, κ' ευθύς το πόδι απόλυσε, κ' έπεσ' εκείνο μέσα 'ς τον λέβητα, κ' εβρόντησε το χάλκινον αγγείο, 'ς την άλλην έγυρε μεριά, και το νερόν εχύθη. 470 χαράν και θλίψιν μέσα της συνάμ' αισθάνθη εκείνη, τα μάτια δάκρυα γέμισαν κ' εκόπηκ' η φωνή της· και το πηγούνι του 'πιασε κ' είπε· «Γλυκό παιδί μου, είσ' ο Οδυσσέας άσφαλτα· κι' αχ! δεν σ' έχω γνωρίσει πριν ψηλαφήσ' ολόκληρον εγώ τον κύριόν μου». 475
Αχ, τι ανόμημα εφώναξεν, είνε τούτο! αχ, θυγάτηρ μου, πόσον είσαι άνομη; ω ουρανέ, τώρα καταλαμβάνω πως είναι μάταιον το να γυρεύη τινάς να αποφύγη από τα εναντία που του φυλάγονται· το προγνωστικόν της Σχυρίνας είναι τελειωμένον, και καθώς βλέπω ένας επίβουλος την επλάνεσε και την απάτησε.
Ίδες γεράκι στη φωλιά μαζί με περιστέρι· Η ώρα τότες έφτακε για να τραβήσω χέρι. Αχ! τι τα θέλω και τα λέω· τι θέλω να τα μάθη Εκείνη που μ' εβύθισε σε βάσανα και πάθη. Είναι κλαρί παραψηλό και χέρι δεν το φτάνει· Κι' ο άθρωπος που αγωνιστή, και λόγια κι' έργα χάνει.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν