Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025
Και ξόρκιζε τους Αίιδες, ξορκίζει το Μηριόνη «Αίιδες και του Μέγη γιε, των Αχαιών αρχόντοι, τώρα όλοι θυμηθείτε τες του δόλιου μας Πατρόκλου 670 τις χάρες. Πάντα 'να γλυκό να πει είχε σ' όλους λόγο σα ζούσε... Αχ τώρα θάνατος τον πήρε κι' άγρια μοίρα.»
'Σάν σας θυμούμαι, Γιάννινα, αχ πώς, πώς να μη κλάψω; Ακόμα ο Γραμματικός κάθεται ξαπλωμένος· Ακόμα δείχν' η όψι του πούνε συλλογισμένος. Αχ! νάξερα τον πόνο σου, Θανάση μου, τον τόσο, Και να μπορούσα ο δύστυχος να σου τον βαλσαμώσω!
Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνην αποκρίθη· 10 «Αχ! οι θεοί σ' εμώραναν, βυζάστρ' αγαπημένη, 'που και απ' τον γνωστικώτερον την γνώσι ν' αφαιρέσουν δύνανται αυτοί, και νόησι να δώσουν του ανοήτου· και τώρα κείνοι εσάλευσαν και σε, 'που φρόνιμ' ήσουν. τι μ' αναπαίζεις άσπλαχνα, την καταπικραμένην, 15 με λόγια ξένα, κ' έξαφνα σηκόνεις μ' απ' τον ύπνον, οπ' έδεσε κ' εσκέπασε γλυκά τα βλέφαρά μου; ύπνον δεν πήρ' ωσάν αυτόν, απ' ότ' ο Οδυσσέας 'ς την Κακοΐλιον πέρασε την τρισκαταραμένην. αλλά καταίβα τώρ' ευθύς 'ς το μέγαρον, όθ' ήλθες, 20 ότι από ταις θεράπαιναις, οπ' έχω, αν άλλη ερχόνταν να μου ειπή τούτα, κ' έξαφνα μ' εσήκονε απ' τον ύπνο, με σκληρόν τρόπο θα 'καμνα να φύγη απ' έμπροσθέν μου 'ς τα μέγαρο· και τώρα συ 'ς το γήρας χάριν έχε».
— «Αχ! έλεγα μέσα μου, πότε θα φτάσω ψηλά σ' εκείνη τη ράχη, για να ιδώ απέκει ό τι ωνειρεύομουν δέκα πέντε τόσα χρόνια στα Ξένα, και να ρίξω το ντουφέκι του ξενιτεμένου, για να μάθη το Χωριό τον ερχομό μου! «Και λέγοντας αυτά, χτυπούσα το κακόμοιρο τ' άλογο με τους φτερνιστήρές μου, κι' αυτό το καημένο πηδούσε αγκομαχώντας, και μου φαίνονταν, ότι πηδούσε στα σύννεφα, αλλ' ο δρόμος δεν τελείωνε!
Ως τόσο η Βαβυλώνα — πού να είνε η Βαβυλώνα! Τι παράξενο όνομα! Αχ η γύφτισσα! η καταραμένη η γύφτισσα! Σήμερα το πρωί μου τα προφήτευε απάνω σ' αυτό το χέρι! Θα πάω, λέει, στα ξένα, μα θα γυρίσω με καράβι που θάχη — έλα, Χριστέ μου! Ανατριχίλα με πιάνει! Δέσπω. Τι κάνεις, παιδί μου; · Αρετ. Η παραζάλη με λώλανε, καθώς φαίνεται, και παραλαλώ.
Αχ αυθέντη, του λέγει ο βεζύρης, διατί θέλεις να ακολουθής αυτήν την επιθυμίαν; βεβαιώσου πως δεν θέλεις συναπαντήσει κανένα που να είναι τελείως ευχαριστημένος της τύχης του. Ο βεζύρης Ταλμούχ εποθούσε με πολλήν θερμότητα, ότι ο αυθέντης του θα ήθελεν απαρατήσει αυτήν την επιχείρησιν.
Τότε η Εκάβη αρχίνησε των γυναικών το κλάμα 430 «Ωχ γιε μου, εγώ η κακότυχη, τι πια να ζω στον κόσμο τώρα που εσύ μου πέθανες, της χώρας το καμάρι, της χώρας η παρηγοριά, π' όλοι, γυναίκες κι' άντρες, νύχτα και μέρα σα θεό σε λάτρεβαν στο κάστρο. Τι εσύ είσουν μόνη δόξα μας, εσύ είσουν μόνη ολπίδα, 435 σα ζούσες· τώρα αχ θάνατος, τώρα σε πήρε χάρος.» Έτσι έκλαιγε η γερόντισσα.
Από αυτήν διακρίνεται μια γωνία, ένα Λ πιο μικρό ή πιο μεγάλο, ποτέ όμως τόσο μεγάλο ώστε το μάτι να σταματά και να βρίσκει το τέρμα της ικανοποίησής του. Από τα λόγια των δύο γυναικών, ξεχώριζε τα κομμάτια αυτά τακτικά, και στον ίδιο συρμένο και γλήγορο ήχο: — Καϋμένη! — Έλα δα λοιπόν.,, — Ναι στη ζωή μου.,, Κύττα κει! — Αχ!.,, Μα τι περίεργο.,,
Βασιλόπουλο Σεήφ, μου λέγει με τα δάκρυα εις τα μάτια, ω, πόσον σου είμαι υπόχρεως διά τα όσα μου εδιηγήθης· αγαπώ πολλά τρυφερά την θυγατέρα μου· εγώ δεν ήλπιζα να την ξαναϊδώ· με τι τρόπον ημπορώ ποτέ να σε ανταμείψω; αχ, ακριβέ μου Σεήφ, μη με κάνης πλέον να καρτερώ διά να την ιδώ· φέρε μου την το συντομώτερον, διατί είμαι φλογισμένος από μίαν μεγάλην επιθυμίαν εις το να την ξαναϊδούν τα μάτια μου.
Καταλαβαίνω όμως ολοένα περισσότερο φίλτατέ μου, πόσον ανόητον είναι το να μετρήση κανείς τους άλλους κατά τον εαυτόν του. Και επειδή εγώ έχω τόσα πολλά να κάμω με τον εαυτόν μου, και η καρδία αυτή είναι τόσον ταραχώδης — αχ, ευχαρίστως αφίνω τους άλλους να πηγαίνουν το δρόμο τους, αρκεί μόνον να ήθελαν να με αφήσουν και εμένα. Ό,τι προ πάντων με ερεθίζει είναι αι ελεειναί πολιτικαί διακρίσεις.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν