Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025


Με κατάθολα τα μάτια τόρα, έγυρε τα κουρασμένο το κεφάλι του· έσιαξε ξεροφριγμένα τα χείλη του, μες από το δίχτυ του φεγγίτη· τα κόλλησε πάνω στα φλογερά χειλαράκια της γυναίκας του. Έσμιξαν σε γλυκό, πεντάγλυκο, αχ! μα και πόσο στερεμένο φιλί! — Έχε γεια, Γιώργο μ'!... — Στο καλό, Λενιώ μου, στο καλό!..

Δε φέβγω εγώ όχι, τ' όπλο σου στη ράχη δε μου μπήγεις, Μον ίσα εδώ θα σου ρηχτώ, και τρύπα μου τα στήθια αν σ' τόταξε ο θεός. Μα δες να μου γλυτώσεις πρώτα 285 απ' το χαλκό μου, που αχ! στο κριάς να σου χωνέψει μέσα! Ας πας εσύ, και τότες πια σου δείχνω εγώ αν νικούνε οι Τρώες μου· τι η πιο βαριά κατάρα εσύ τους είσαι

Μπορώ κι' είμαι ένας διαβάτης ... Είδα ένα ωραίο τοπείο. Αχ! τι ησυχία! τι ησυχία! Κι' όμωςτι θάνατος .. . Αλήθεια θα είνε δυνατό να ζήσω κι' αύριο έτσι πεθαμένος ; Βελόνες της υποψίας, μαχαίρια της λύπης, φίδια της ζήλειας — η καρδιά μου που είχε την τρέλλα να γιατρευτή, τώρα φωνάζει και ζητεί της πληγές σας. Ω, ξαναρθήτε! Παρίσι, 1909.

Τα μαζώνεις, τα βάζεις το ένα με τάλλο, τα ταιριάζεις. Άξαφνα βγαίνει το νόημα. Βγαίνει κ' η αλήθεια. Την ξεσκίζουμε, για να μην τη διούμε. Μα σκύφτεις εσύ και την πιάνεις. Αν είταν τίποτις, πολύ πιο φρόνιμα θάκαμνε, πολύ πιο σωστά να μου το πη, για να το ξέρω. Σκέψου το, Λέλα. Δε θα θύμωνα· δε θάλεγα λόγο. Αχ! μόνο να την κλειδώσω, να βάλω και μάνταλο, για να μην της γράφη κανένας πια.

Οι λοιποί μήνες ανεκάγχασαν και ήρχισαν να τον ειρωνεύωνται: — Τόρα έκαμες την τύχη σου· είπεν ο Αλωνάρης γελών· το κούνησες, το κούνησες μα 'πίτυχεςτα καλά. — Αχ! μας την έφτιασες· μας ρούφηξες το περισσότερο κρασί! — Πού μυαλό 'σαν το 'δικό σου να το συλλογιστή· τόρα να μας δανείσης κ' εμάς κάμποσο. — Μυαλό ή κρασί; διέκοψεν ο Μάιος. — Θα σε χαλάσουν τα κατακαθίδια, γέρω μου.

Όταν του είπα ότι σας γνωρίζω και ότι είδα και την κόρη σας: Αχ! μου είπε, μαραμπάμπα σάχεμ δηλαδή: πόσο ερωτευμένος είμαι μαζί της. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Μαραμπάμπα σάχεμ πάει να πη: αχ! πόσο ερωτευμένος είμαι μαζί της; ΚΟΒΙΕΛ Ναι. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Καλά κάνατε και μου το είπατε, γιατί, να σας πω την αλήθεια, ποτέ μου δεν θα μπορούσα να φανταστώ πως μαραμπάμπα σάχεμ πάει να πη: αχ! πόσο είμαι ερωτευμένος μαζί της!

Άκουσε τον πατέρα σου κ' έβγ' απ' το σπίτι, γυιέ μου! παιδί μου!.. ε!.. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Να τος αυτός! ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Φίλτατε! φίλτατέ μου! ΣΩΚΡΑΤΗΣ Παρ' τον λοιπόν και πήγαινε. Ωχ! ωχ! παιδί μου! να χαρώ! μ' αυτή την όψι που θωρώ! Στο μάτι σου η αττική αστράφτει πονηρία• εσύ που με κατάστρεψες, δος μου τη σωτηρία. ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Και φόβο λόγου χάρι, έχεις σε τι; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Στο νέο, αχ! και στο παληό φεγγάρι.

Εξ όλων των δωματίων έτρεξαν έντρομοι οι διδάσκαλοι, εισώρμησαν εις την αίθουσαν οι επιστάται, ο δε σχολάρχης, σεβάσμιος φουστανελλοφόρος γέρων, κρατών ακόμη την καπνοσύριγγά του, την οποίαν εκάπνιζε προ μικρού αμέριμνος εις το σχολαρχείον, εφάνη εις την θύραν, και απέμεινεν άφωνος προ του θεάματος. — Αχ! διδάσκαλε! είπεν αμέσως· τι έκαμες! Και στραφείς προς τους λοιπούς διδασκάλους,

Είναι σκλάβα στο σπίτι ενός παλιού ηγεμόνα, που ονομάζεται Ραγκόνσκης, στον οποίον ο μέγας σουλτάνος δίνει τρία σκούδα την ημέρα κι' άσυλο· Αλλά το πιο θλιβερό, είναι, που έχασε την ομορφιά της και που έγινε φριχτά άσκημη. — Αχ! ωραία ή άσκημη, είπε ο Αγαθούλης, είμαι τίμιος άνθρωπος και καθήκο μου είναι να την αγαπώ παντοτεινά.

Έρωτά μου, αυτό το γέλιο Είναι, πες μου, περιγέλιο; Αχ! το βλέπω, το νογώ. Το πόσο σε λατρεύω, το πόσο σ' αγαπώ, Των αδυνάτων είναι ποτέ να σου το ειπώ. Τι σ' αγαπώ με τρόπο καθόλου χωριστό, Που μέσα στην καρδιά μου ακέρια σε βαστώ. Κι' η δύναμί σου είναι, που τη ζωογονάει, Την κάνει να χτυπάη, την κάνει και κινάει.

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν