Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Αχ! αλλοίμονό μου, ο δυστυχής! ΣΩΚΡΑΤΗΣ Τι, γέρο; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Μια α ρ ν η τ ι κ ή για τόκους μούρθε γνώμη. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Φανέρωσέ τη μου λοιπόν. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Τι; μα όταν δεν θα βγαίνη το φεγγάρι κάθε τόσο, εγώ τόκους δεν θα δώσω. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Και γιατί;
Έρριψε τους βραχίονας επάνω μου, ωχρότης νεκρική εχύθη επί του προσώπου του. Έν αχ! εξήλθε του στόματός του και έπεσεν εις τας αγκάλας μου λιπόθυμος . . . Ο γέρων έπαυσε και επί τινας στιγμάς επεκράτησε σιωπή· το δραματικόν τέλος της διηγήσεως μας είχε ταράξη ότε κάποιος μας είχε είπε: — Τώρα τον επίλογον, να τελειώσωμεν.
Ας έρθουν τώρα να σε βρουν οι Τούρκαι έρμο, κρύο, Και ας γλυτώση ο Θεός τα έρμα τα παιδιά σου. Αχ! γιατί ακόμα μια φορά, γιατί να μη 'μπορώ Να σε γλυτώσω ο άμοιρος! Αστέρι μου λαμπρό, Γιατί να σβύση σήμερα 'ς τα νέφια των οχτρών σου! Γιατί να μη βρεθώ κ' εγώ απόψε 'ς των παιδιών σου Την ένδοξη την &έξοδο&, οπού θα να ξυπνήση Απόψε από τον ύπνο της Ανατολή και Δύσι!
Και καθώς το κύτταζαν ακόμα, είδαν πως ήτον το πρόσωπο της Βεργινίας μες το φεγγάρι-Τότες η Λιόλια έβγαλε ένα μεγάλο «Αχ !» και πετάχτηκε ολόρθη με τα χέρια στον αέρα. Κι ο Νίκος ξετινάχτηκε απ’ τον ύπνο κατατρομαγμένος και κατρακύλησε απ’ το σκαλοπάτι. . . . Γύρισ' η Λιόλια να μπη στην κάμαρη· η πόρτα ήτον ανοιχτή. Στο κατώφλι ήτον πεσμένο κάτι άσπρο : το φεγγάρι ήτον πεσμένο στο κατώφλι.
Εκεί που σήκωσαν όλοι τα ποτήρια να τσιγκρίσουνε, δίνει μια της κούπας του Μίμη τανάστροφα και του την πετάει απ’ το χέρι. . Ως που να πης «Αχ»! αρπάχτηκαν κιόλας!
Οι σπαθισμένες κολλώνες του, έλεγες πως στήριζαν τον ουρανό. — Δε σου φαίνεται πως και τα δυο βγήκαν απ' τον ίδιον τεχνίτη ; ρώτησε η κόρη το Δημητράκη, δείχνοντας τα χαλάσματα και το παλάτι της Πεντάμορφης. — Ναι· μοιάζουνε σαν πατέρας με παιδί, είπε κυττάζοντάς τα στοχαστικά. Αχ, πώς ήθελα να σκότωνα τον πατέρα! πρόσθεσε άξαφνα. Να μπορούσα να τον σκότωνα!
Ήθελα να ετολμούσε κανείς να μου το πη κατά πρόσωπον, για να μπορούσα να του τρυπήσω το κορμί με το ξίφος· αν έβλεπα αίμα, θα εγινόμουν καλύτερα. Αχ, εκατό φορές επήρα ένα μαχαίρι, για να ελαφρύνω αυτήν την καταστεναχωρημένη καρδιά μου.
Αχ, απεκρίθη ο Δαλήκ αναστενάζοντας· αυτό δεν είνε εις το χέρι μου και τούτο είνε εκείνο, που με ενοχλεί και με θλίβει. Εγώ δεν θλίβομαι άλλο εις ταύτην μου την δυστυχίαν, παρά διατί σου φανερώνομαι εμπρός εις τα μάτια σου με τέτοιαν άσχημον μορφήν. Και πώς, του είπεν η Κατηγέ, αυτή η δυστυχία σου δεν τελειώνει ποτέ. Δεν στέκει εις εμέ να την κάμω να παύση, της απεκρίθη αυτός.
Αχ αυθέντη, εφώναξεν εις αυτά τα λόγια ο αδελφός μου, εις τι απελπισίαν μας φέρνεις! και ποία κόρη ωραία ποτέ ήθελε κλίνει να αγαπήση τόσον ασχήμους, και τερατώδεις γέροντας, ωσάν ημάς; Δεν είναι αδύνατον, απεκρίθη ο Μπρακμάνος· ζήσετε εις αυτήν την ελπίδα, και ας είστε βέβαιοι, πως θέλει έλθη καιρός να ξανάλθετε διά μέσον αυτής της αιτίας εις την πρώτην σας κατάστασιν.
Θε μου, Άι-Προκόπη μου. — Αχ! Παναγία μου! Πριν αρθρώσωσι δευτέραν λέξιν, τρίτος εξόπισθεν του βράχου προέκυψεν, ο Κουμπής. — Μη φοβάσαι, αθώα Λελούδα! Κουμπίνα, να πας στο σπίτι σου. Έλα μαζί μας, Λελούδα. — Να 'ρθή; πού να 'ρθή; Σε καλό σου, Κουμπή, ετόλμησε να ψελλίση η Κουμπίνα. — Σύρε στο σπίτι σου, Κουμπίνα, επανέλαβεν ο σύζυγός της. — Λελούδα, έλα θα πάμε στην φεργάδα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν