Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025


Ω δροσερέ μου αέρα φυσόντας σιγανά, Πέρασε από τη Χλόη και πες της τα δεινά, Που δοκιμάζει ο Δάφνης, και τους πικρούς καϋμούς... Αχ! μη της πης, αέρα, παρά χαιρετισμούς.

Αγαπημένε, ησύχασε, και νόμο δεν ξέρει ο κόσμος άλλο απ το χαμό· ω γύρνα πάλι στο θαμπό σου δρόμο και παρηγοριά ας σου είναι στον καημό, πως ένα πάσχισμα αχ! ναυαγημένο σκληρότερο είναι απ' όνειρο κομμένο.

Είμαστε σέμπροι κάτου στο λόγγο, στο πέλαο, βάνουμε καλαμπόκια το καλοκαίρι κι αδέ κει ρημάζουμε και το χειμώνα... — Έτσι, έ; Κι είπες ένα μήνα έχει άρρωστο το παιδί σου; — Κιό και πέρσυ χαροπάλαιψε το έρμο, παραδέ φέτο τόπιασαν βαρειά οι κάψες. Πέρσυ!... αχ!, κυρ γιατρέ, τι βάσανα που τραβήξαμε. Μήτε κι ο οχτρός σου! Έτσι και πέρσυ έπεσε και τρόμαξε να το πάρη απάνου του.

Ας ήμουν εις το χέρι της χειρόφτι, να εγγίζω το μάγουλόν της το γλυκόν! ΙΟΥΛΙΕΤΑ Αχ

Αχ αυθέντη, αντίκοψε, ο Σαέδ με θερμότητα, ημπορώ να πιστεύσω βεβαίως, ότι ημπορείς να γλυτώσης από τον θάνατον; πόσην ευχαρίστησιν μου προξενεί ετούτη η είδησις που μου δίδεις.

ΦΛΕΡΗΣΛέλα! ΛΕΛΑΆκουσέ με. Αχ! θεέ μου, κάποιος έρχεται. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ και οι παραπάνω. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΟρίζεις τίποτε, κύριε Τάσσο; Θα κατεβώ ως κάτω να πάρω την κυρία Δώρα. Όπου νάνε θα γυρίση η κυρία Δώρα .. . ΦΛΕΡΗΣΠήγαινε, Αργύρη. Καλά. Αν θέλη να μείνη ακόμα η κυρία Δώρα με τα κορίτσια, πες της πως είπα να μείνη.

Αχ, είπεν η έσωθεν φωνή. — Διατί σ' έχουν εδώ; επανέλαβεν η Βεάτη. — Δεν ειξεύρω. — Ποίος σ' έφερεν; — Άνθρωποι άγνωστοι. — Πόθεν είσαι; — Από τα περίχωρα. — Και θα σε κρατήσουν πολύν καιρόν εδώ; — Δεν ειξεύρω. — Τι κακόν έπραξες διά να σε φυλακίσουν ούτω; — Δεν ειξεύρω, αλλά... — Αλλά; επανέλαβεν η Βεάτη. — Έχω αμαρτίας, ως φαίνεται, είπεν η φωνή μετά στεναγμού. — Και είσαι μόνη εδώ μέσα;

Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Και πώς το γυιό σου ετόλμησες μέσ'στη σπηληά ν'αφήσης; ΚΡΕΟΥΣΑ Πώς; κλάψες έκαμα πολλές εκεί και μοιρολόγια. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Αχ! τολμηρά ήσουν και συ, μα πειο πολύ ο Απόλλων. ΚΡΕΟΥΣΑ Αν το 'βλεπες το δύστυχο τα χέρια να μ' απλώνη! Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Το γάλα σου εγύρευε ή αγκαλιά μητέρας; ΚΡΕΟΥΣΑ Την αγκαλιά μου, κι' άδικα το είχα βασανίση.

Τρεις μέρες στη βάρκα, και το αίμα να τρέχη, κι όλο να τρέχη! Απέραντη αράδα σταλαματιές, από τα Μοσκοννήσια ως τα Ψαρά! Αχ, και να μπορούσε να τηνε δη αυτή την κόκκινη την αράδα ο Κωσταντίνος, όταν ταξιδεύη καμιά μέρα στο πέλαγό του! Και πλάγιασε ο Παναγής Καλογιάννης, κι έπεσε σε μεγάλο βύθο, κι άρχισε να παραλαλή. Όλη τη νύχτα είτανε στο πόδι οι δικοί του.

Έσκυψε απάνω στο τραπέζι κι' άρχισε τα κλάματα. — Αχ! Μοσχαδώ! Πού είσαι, Μοσχαδώ μου, έρημο και σκοτεινό μ' άφηκες. — Άιντε να πέσης, γέρο! Ώρα είνε. Άσε τώρα τα κλάματα. Μούγκρισε ο Σπανός, ο ταβερνάρης, συμμαζεύοντας τα ποτήρια. Ο Μπαρμπα-Δημητρός είχε το κονάκι του στην ταβέρνα. Δίπλα στο τεζάχι, από πίσω απ' τα βαρέλια, έστρωνε την ανδρομήδα του και τον έπαιρνε κάθε βράδυ, σαν το πουλάκι.

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν