Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025
ΞΕΝ. Καλέ διαβόντρου κουλούκι, εγώ λέγω σας φονικό, κι' εσείς ονειρευγούστεν χειμονικό; εν ξυπνάτεν τώρη να δγήτεν τα αίματα; ΧΙΟΣ. Πιταού κ' ήγλεπά το ς' τ' όνειρό μου — και ποιός να σας χαρώ ήκαμέν το; ΑΝΑΤ. Αρβανίτη χτύπησε Κηρτικό; ΧΙΟΣ. Και π' ούντος τώρη ο Αρβανίτης; ΑΝΑΤ. Έφυγε — χου — αν το πιάσης. . ΑΝΑΤ. Ουγού, Ουγού. Ίντα δουλειαίς που πάθαμεν, ίντα να τον κάμωμεν τώρη τον Κρητικόν;
Τι άλλο να κάμουν οι Αθηναίοι παρά να τονέ διορίσουνε στρατηγό τους, τέτοιο γλυκόγλωσσο ρήτορα! Κι αυτός τότες, αφού τους χάδεψε και μάλλες κολακείες, τους παρακάλεσε να του διαλέξουν κι άλλους βοηθούς, και περίμεναν πια τώρα να βγη τόνειρό τους. Σαν όνειρο που είτανε, μήτε μια μέρα δε βάσταξε.
Μα κάτω τα περιβόλια των Πατησιών ως τον Πύργο της Βασιλίσσης και τους κάμπους πέρα του Μενιδιού, παραδώθε τα Σεπόλια κ' η Κολοκυθού, ο ελαιώνας κι ολόγυρα τα βουνά του Δαφνιού τα κοκκινοχώματα κι ο Πάρνης που τραβάει την ψυχή στα ψηλώματά του και στις βελουδόμαβιες κλεισούρες όλα ε1χαν αρχίσει να ψήνωνται στον ήλιο. . κ’η Αθήνα που ξεχειλούσε με τα μύρια της τα σπίτια πίσω απ’ τον Άη-Γιώργη και τα νταμάρια, λες και τάπερνε όλα σβάρνα, είχε απάνω της ένα βαρύ πάπλωμα από αχνόν κιτρινοκόκκινο που κάποτε-κάποτε κάνανε φτερά σαν πουλάκια κάτι πνιγμένοι ήχοι ως εδώ έξω. . κ΄έβγαζε απομέσα της η Ακρόπολις, χρυσοφιλημένη απ’ τον ήλιο, και γλαυκοφέγγριζε η θάλασσα πέρα κάτω με τα μαύρα κατάρτια του Πειραιώς σαν τσίνουρα στο μάτι της και με την αέρινη την Αίγινα, ψηλά στον ουρανό, σαν όνειρο. . . Σηκώθηκαν τώρα, η θεια Ελέγκω με τη Λιόλια, να πάνε νανασπαστούνε στην εκκλησιά.
μες στην ψυχή που ησύχασε, στους πόθους στομωμένη, όσο κι αν είστε σαν αχοί που πνίγονται μακρά, φέγγετε μια στιγμή απαλά σαν άνοιξη ανθισμένη· και σβήτε σα ροδόφωτα σε βραδινά νερά. Μαύρα βαραίνουν όνειρα βαριά το νου μου ακόμη ενώ σιγά το βήμα μου φέρνω σε σένα, αυγή, μόλις του δάσους τη σγουρή χρυσώνει ο ήλιος κόμη κι η καταχνιά κακό όνειρο κι αυτή γλιστρά απ τη γη
Η ντόνα Έστερ ξανακάθισε πλάι του κι εκείνος την αισθάνθηκε που έτρεμε ολόκληρη. «Α, Έφις», μουρμούριζε. «Εκείνος είχε τη ιδέα από τότε κι εσύ δεν έλεγες τίποτε; Και έφυγες; Γιατί όμως; Για να πω την αλήθεια, όλα αυτά μου φαίνονται σαν όνειρο. Εγώ ποτέ δεν έμαθα τίποτε: μόνο οι ξένοι έρχονταν να μου το πουν, μόνο οι ξένοι.
Είδε, λέει, η Καλαφάταινα εψές όνειρο, και πήγε ο άγιος του Μοναστηριού και της είπε· «Εγώ που γλύτωσα το κορίτσι σου, εγώ πρέπει και να το πάρω». Κι από την ώρα που ξύπνησε η Καλαφάταινα, μ' αυτό τόνειρο έχει να κάνη. Και το πήραν απόφαση να τη στείλουνε γλήγορα, πρι να ξανάρθη ο άγιος και της κάμη της Καλαφάταινας κανένα κακό». Μ' αποσβόλωσαν τα λόγια του γέρου. Άνοιξε η γης και με κατάπιε.
Όλοι μας είδαμε στη δική μας μάλιστα εποχή εις την Αγγλία πως ένας ωρισμένος παράξενος και γοητευτικός τύπος ομορφιάς, που εφευρέθηκε κι αποτυπώθηκε εκφραστικώτατα από δυο ζωγράφους της φαντασίας, έχει τόσον επιδράσει στη Ζωή, ώστε όποτε κανείς πάη σε μιαν ιδιωτική έκθεση ή σ' ένα καλλιτεχνικό σαλόνι να βλέπη εδώ τα μυστηριώδη μάτια του ονείρου του Rosseti το μακρουλό φιλντισένιο λαιμό, το παράξενο τετραγωνικό σαγώνι, τη λυτή σκιερή κόμη, που τόσο την αγαπούσε, εκεί τη γλυκειά παρθενιά της «Χρυσής Σκάλας», το σαν μπουμπούκι στόμα και την κουρασμένην ερασμιότητα της «Laus Amoris», το ωχρό από το πάθος πρόσωπο της Ανδρομέδας, τα λεπτά χέρια και τη λυγερήν ομορφιά του Vivian στο «Όνειρο του Merlin». Κ' έτσ' ήταν πάντα.
Σα να φούντωσε μια φλόγα μέσα της από μια σπίθα που σιγόσβηνε κάτω απ' τη χόβολη, αισθάνθηκε μίαν πύρινη πνοή μέσα στις φλέβες της, αισθάνθηκε τα νεύρα της σίδερο ρευστό. . . Ήτονε μονάχα πούθελε να πάρη τα σκονάκια απ' τον κομμό; ή μην ήθελε και να δη που ήτον ο Νίκος με τη Λιόλια, οι δυο τους πούχανε βγη έξω απ την πόρτα;. . Έξαφνα βρέθηκε ορθή έξω απ’το κρεββάτι, αυτή πουχ’ένα μήνα να κουνήση χέρι, περπατώντας, αυτή που νόμιζε πως είχε ξεχάσει το περπάτημα: έκαμε μερικά βήματα γλήγορα τόνα μέσα στάλλο, σαν αέρινα, περνώντας μεσ' απ' τη λουρίδα του φεγγαριού που κοιτότανε στο πάτωμα, μες τάσπρο της το νυχτικό πιο άσπρη ακόμα απ’ τη φεγγαρίσια λάμψη λες και ζωντάνεψε το φεγγάρι και σηκώθηκε από χάμω και περπάταγε... Ήυρε το κουτί με τα σκονάκια, σα μέσα σ’ όνειρο, κ' έπειτα έκαμε άλλο ένα βήμα κατά την πόρτα της αυλής, που ήτανε γερμένη, κ' έσυρε ανάλαφρα το θυρόφυλλο- Κύτταζε τώρα η Λιόλια το κεφάλι του αγαπημένου αντρός που βάραινε απάνω στο στήθος της : τη μύτη τη δυνατή και με το κόκκαλο λιγάκι πεταχτό στη ρίζα, τα κλειστά ματόφυλλα, σα φύλλα λουλουδιών, που τα γαλάζωνε στις άκρες ο Ύπνος με της γαλάζιας του φτερούγας την αντιφεγγιά, με τα μακριά κροσσωτά τσίνουρα καταπάνω, πούριχναν ήσκιο στα μάγουλά του- κ' η καρδιά της πλημμύριζε από κάτι απέραντο κ' υπερδύναμο που τόσον καιρό τόχε κρατημένα μέσα της και της πονούσε τώρα, όπως πονεί το πρώτο γάλα στη μητέρα.
Κι' απ' όλα ταστέρια καμάρωνε του Αυγερινού τη μοναξιά και αγαπούσε τα Μαλλιά της Βερενίκης. Και με τα βασιλεμένα του μάτια γυρισμένα προς το ουράνιο όνειρο, ρωτούσε την αδερφή του: — Πού πάει μονάχος και περήφανος ο Αυγερινός; Κ' η Μαρία του αποκρινότανε: — Αλλοίμονο! Τα μάτια μας δεν ξέρουνε να μας το πούνε.
Εσύ, φτερουγιαστέ καθάριε λογισμέ μου, Γιατί δε μου τον λες, γιατί δεν μου τον δείχνεις, Γιατί μια ωραία βραδιά κρυφά δε μου τον φέρνεις Σαν όνειρο χρυσό γλυκά 'ς την αγκαλιά μου;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν