Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025
Απάνω σε κείνη τη στιγμή, να κι ο θειος μου ο Νικολής στο κατώφλι, με βρεμένο σακκούλι στον ώμο του. Στάθηκε ξερός, σα νάβλεπε όνειρο. Σα γύρισα και τον είδα, έγεινα πάλι από άντρας γυναίκα, και με πήραν τα δάκρυα. Πήγε να τρελλαθή ο δόλιος, σαν του τα είπα. — Τι κάθεσαι τώρα, μου λέει. Να φύγουμε, ειδεμή χαθήκαμε. — Πού να φύγουμε; του κάνω. Πού ν' αφήσουμε το Γιωργάκη μου!
Eτούτο το μίσος προς τους ανθρώπους μου επροξενήθη από ένα άλλο όνειρο που είδα διά μίαν έλαφον που ευρίσκονταν εις τα δεσμά, και ένα ελάφι την εκύτταζε χωρίς να της δώση βοήθειαν· και αυτό υπώπτευσα πως έτσι είναι και οι άνθρωποι είναι επίβουλοι και άσπλαχνοι εναντίον των γυναικών μα τώρα γνωρίζω το σφάλμα μου, και επικρίνω καλύτερα τους ανθρώπους τους οποίους τους πιστεύω πιστούς εις την αγάπην τους και τας γυναίκας τους, και αν είνε μέλημα του ουρανού να στεφανωθώ το Βασιλόπουλον της Περσίας, είμαι πρόθυμη να κλίνω χωρίς εναντίωσιν καμμίαν.
Στάθηκε σε μιαν άκρη εκεί απάνω στο Νάρθηκα του Ναού, και τηρώντας γύρο την πεντάμορφη θέα, σαν όνειρο ακόμα το θάρρευε. Όνειρο, γιατί πονούσε η καρδιά του, αντίς να χαίρεται. Πονούσε για τόσα και τόσα, και το χερότερο, που α δεν ερχότανε στο χωριό, δε θάσκαγε η χολή της αρχόντισσας. Συλλογίστηκε ύστερα ταρφανό το κορίτσι και τον έπιασε θλίψη βαρειά και μεγάλη.
Μα ζούσε απέθανε ο θειος του, είταν πια τότες το ίδιο, επειδή αμέσως πήρε τα χαλινάρια στα χέρια, κι άρχισε νανοίγη το δρόμο για το μεγάλο του όνειρο, την κατάχτηση της δυτικής αυτοκρατορίας. Πρώτη πρώτη του πράξη είτανε να πιάση στενή φιλία με το Βασιλέα των Βαντάλων της Αφρικής, τον Ιλδερίχο.
Μάταια απλώνω τα χέρια μου προς αυτήν το πρωί όταν ξυπνώ από βαρειά όνειρα, μάταια την ζητώ την νύκτα στην κλίνη μου, όταν κανένα καλό, αθώο όνειρο με ξεγέλασε σαν να καθόμουν κοντά της στο λειβάδι και να κρατούσα το χέρι της και να το σκέπαζα με χίλια φιλήματα.
Τοιούτος διερμηνεύς δεν είχεν υπηρετήσει εις κανέν ξενοδοχείον. — Όνειρο ήτανε!
Στ' όνειρό μου οι Νύμφες μου διηγήθηκαν τα χτεσινά σου δάκρυα και με προστάξανε να σε σώσω, μαθαίνοντάς σε τις δουλιές της αγάπης. Κι αυτές δεν είναι φιλήματα κι αγκαλιάσματα κι όσα κάνουν τα κριάρια κ' οι τράγοι· άλλα πηδήματα είναι αυτά και πιο γλυκά από κείνα, επειδή έχουνε γλύκα για περισσότερο καιρό.
Οδηγεί τον Αγαθούλη από μια σκάλα κρυφή σε μια χρυσή σάλλα, τον αφήνει πάνω σ' έναν καναπέ από πολύχρωμο μεταξόπανο, κλει την πόρτα και φεύγει. Ο Αγαθούλης νόμιζε, πως ονειρευότανε και του φαινόταν η όλη του προτητερινή ζωή ένα όνειρο θανατερό και η τωρινή στιγμή ένα όνειρο γλυκό. Η γριά ξαναφάνηκε σε λίγο.
Κάθισε, θεία Χαδούλα, απόψε, στο κατωγάκι, για να με κάμης να θυμηθώ τα παληά μου βάσανα, θα μου έρθουν, τάχα, σαν όνειρο στον ύπνο μου; — Έτσι τα θυμάται, πλειό, κανείς, παιδάκι μου, είπε με πονηράν αφέλειαν η γραία. Αχ! κάθε αμαρτία έχει και τη γλύκα της. — Αλήθεια! . . . και πόση πίκρα φέρνει στο τέλος! συνεπλήρωσε μελαγχολικώς η Μαρουσώ. Η οικία ήτο διπλή.
Μιλεί για το Γήταυρο, λέει λόγια μεγάλα και θλιβερά, κάτι σαν παραμύθι ακόμα, κάτι σαν το όνειρο που του τραβά τη ζωή....Ο Γήταυρος, ο λαός.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν