Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025
Χοίμηξε κατόπι ο γιος τ' Ατρέα 45 με το κοντάρι, κάνοντας παράκληση του Δία, κι' εκεί που πίσω κώλωνε να φύγει, του το μπήγει στου λαρυγγιού τα θέμελα, και σπρώχνει όσο μπορούσε με τη βαριά χερούκλα του, τόσο π' αντίκρυ βγήκε τ' όπλου ο χαλκός διαβαίνοντας τον τροφαντό λαιμό του· κι' έπεσε αχώντας, βούηξαν και τ' άρματα από πάνου. 50 Πώς νιο φυντάνι θρέφει ελιάς ο χωριανός σε θέση 53 ακρότοπη — όπου γάργαρα νερά απ' τη γη αναβρύζουν — πανώριο δροσοστόλιστο, κι' αγέρια το χαϊδέβουν 55 κάθε λογής, και με πυκνά λουλούδια χρυσανθίζει, μα άξαφνα σφίγγει ο άνεμος, κι' ορμώντας τ' αγριοκαίρι όξω απ' τη γούβα το πετάει και χάμου το πλαγιάζει· παρόμια το λεβέντη γιο του Πάνθου κι' ο Μενέλας ξάπλωσε χάμου κι' έπειτα ζητούσε ναν τον γδύσει. 60 Πώς με το θάρρος των νυχιών βουνόθρεφτο λιοντάρι γελάδα αρπάει την πιο όμορφη από σωρό που βόσκει, και με τα δόντια τα σκληρά κρατώντας την της σπάζει το σβέρκο πρώτα, κι' έπειτα τη σκίζει και της χάφτει αίμας και σπλάχνα, κι' όλοι τους — και σκύλοι και τσοπάνοι — 65 γύρω απ' αλάργα σκούζουνε φωνάζουν, μα δε θέλουν ναν του ρηχτούνε, τι χλωμός όλους τους κόβει φόβος· έτσι απ' τους Τρώες κανενός μέσα η καρδιά στα στήθια δεν τόλμαε να προβάλει ομπρός στο μαχητή Μενέλα.
Κι ο Λάμωνας από τη σαστιμάρα του και τούτα έλεγε: — Ωϊμέ, η τριανταφυλλιά πώς είναι τσακισμένη! πω, πω! τα γιούλια πώς είναι πατημένα! ω! οι λαλέδες και τα μανούσια που τα ξερρίζωσε κάποιος κακός άνθρωπος! θάρθη η άνοιξη κι αυτά δε θ' ανθίσουν· θα ξαναγυρίση το καλοκαίρι κι αυτά δε θα λουλουδίσουν· το χυνόπωρο, με αυτά κανένανε δε θα στεφανώσουνε· μήτ' εσύ, αφέντη Διόνυσε, δε λυπήθηκες τα κακόμοιρ' αυτά λουλούδια, που καθόσουνε σιμά τους και τάβλεπες, και που μ' αυτά σ' εστεφάνωσα πολλές φορές· πώς θα δείξω τώρα το περιβόλι στ' αφεντικό; και ποιος θα γίνη εκείνος άμα τα ιδή; θα κρεμάση γέρο άνθρωπο από καμιά φτελιά, σαν το Μαρσύα· μα ίσως και το Δάφνη, σάματις να τάχουν κάμει αυτά τα γίδια του.
Τότε έγινε ξανά χαρούμενος γιατί γνώρισε το δρόμο και γιατί ο σκύλος ρουθούνισε, κούνησε την κομένη ουρά του κ' ήθελε να γυρίση σπίτι. Κι άξαφνα άρχισε να ποθή τη μαμά και τότε θυμήθηκε τα κίτρινα λουλούδια, που κρατούσε στο χέρι. Αργά και προσεχτικά βάδιζε τώρα προς το σπίτι κ' ίσως μόλις τώρα να θυμήθηκε αόριστα πως δεν έπρεπε να φύγη από το σπίτι.
Τον έκαμεν ο ίδιος ο άνθρωπος. Ξέρεις τι λέγανε μια φορά οι παππούδες μας; Γλυκός ο ύπνος την αυγή, γύμνια και πείνα την Λαμπρή! . . . Ο Σπύρος εγέλασε και είπε: — Καλνά σε είπανε ξυλόσοφο! — Το ξέρεις λοιπόν, κατεργαράκο μου, εξηκολούθησεν ο Μπάρμπα- Σταυρής ο Ξυλοπόδαρος. Λυπάσαι γιατί χάλασε το μισό περιβόλι και φθονείς τα πουλιά και ζηλεύεις τα λουλούδια!
Τα πλοία, οι βράχοι, η λαγκαδιαίς, βουνά μαζύ και κάμποι Με χόρτα να στολίζωνται και μ' ώμορφα λουλούδια, Και το ξανθό βοσκόπουλο γλυκά να λέη τραγούδια· Γλυκά κ' η πέρδικες λαλούν, και πλειο γλυκά τ' αηδόνια, Κι' απ' τα μακρυά τους χειμαδιά, γυρνούν τα χελιδόνια.
Και γιατί να μην τα κλείση τα μάτια της η κόρη, μόνο ναφήση να τηνέ σύρη το γλυκό σας φέγγος κάτω απ’ τουρανού σας το λουλουδένιο μεθύσι . . . Και παραμέρισε τα βάτα η Λιόλια και πήγε κάτω απ’ τις μυγδαλιές . . και ξέχασε όλα γύρω της: τον κάμπο με τα λουλούδια και τις μέλισσες που ηθέλανε να την τσιμπήσουν και τις πεταλούδες που την πείραζαν και το Νίκο που την είχε φιλήσει.. και ξεφώνισε από λαχτάρα για τους ανθούς τους άσπρους. . . Λιόλια μου!
Ήσαν εικόνες τέσσαρες και αι τέσσαρες στολισμέναι με λουλούδια φρέσκα, προ μικρού κοπέντα από το κηπάριον της μικράς αυλίτσας του ναΐσκου.
Και αφού επεριπάτησα εις αυτόν τριακόσια πατήματα, ευρέθηκα σιμά εις ένα λιβάδι σκεπασμένον από χιλίων λογιών λουλούδια, που ευωδίαζαν τον αέρα.
Και ρίχνοντας την πρώτη φτυαριά το χώμα έλεγε γελώντας ο νεκροθάφτης: «Μια φορά κ' έναν καιρό ήτανε ένα αγαπημένο αντρόγυνο....» Την ώρα που λιγοθυμάει το φως πάνω στα νυσταγμένα τα λουλούδια και στα κοιμισμένα τα νερά, βγαίνει από το παλάτι της η Πεντάμορφη.
Ολόγυρά μας από τα χορταριασμένα κομμάτια της γης πρόβαλλαν ολόχαρα εδώ κ' εκεί τα πρωτόλουβα λουλούδια του χινόπωρου, η ξανθές κυκλαμιές, που τες ανάκραξαν ερωτικά από τα κλωνάρια του πριναριού οι συμπαθητικοί καλογιάννοι με το μονότονο κ' επαναληπτικό, το γλυκό και χαριτωμένο κελαϊδισμό τους.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν