United States or Austria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και το πουλί λες σήμαντρο ψηλά στον όρθρο κράζει· μέσα στον δάσους το ναό γονατιστή η ψυχή σαν παλιό κρίμα μια στιγμή τη θλίψη της τινάζει σε μια άφωνη προς το γλαυκό του απείρου προσευχή. Το μυστικό δε σου ένιωσε κανείς, ψυχή φτωχή· το φάντασμά σου όλοι είδανε μονάχα, είδαν δυο χέρια λευκά, χλομά ν' απλώνονται θαρρείς σε προσευχή προς κάποια απάνω αθώρητα χαμένα αδέρφια αστέρια.

Σα νίκης τρόπαιο στήνεις την κορφή σου, αγγίζοντας το μαύρον ουρανό, μα ως να φωλιάζη θλίψη στην ψυχή σου, σκοτεινιασμένο μένεις, σιωπηλό. Μόλις τολμά αεράκι να σε γγίξη, να σαλέψη στους κόρφους σου πουλί· μόνο, ως να θέλη ακόμα να σε ρίξη, το νερό κάτωθέ σου αφρομανεί. Περήφανο, βαρύ, συννεφιασμένο, μέγα δέντρο, όπως τώρα σε θωρώ, κόσμος ακέριος! μέσα σου κλεισμένο κρατείς για με μεγάλο μυστικό.

Και τώρα, το φθινόπωρο που, δες, έχει μαδήσει τη λεύκα και το αγιόκλημα, που φαίδρυνε κι εσέ πλάι σου το Μάη σαν άνθιζε, αμάδητα έχει αφήσει σε μόνο και τη θλίψη μου, χλομόμαυρε κισσέ. Και πεταλούδα, σκοτεινή ωσάν εσέ κι εκείνη, σα μιαν ακτίνα από κρυφή ν' αποζητά ομορφιά, στ' άχαρα φύλλα σου πετά κι εκεί τη θλίψη πίνει που της σταλάζει απ την υγρή και στείρα συννεφιά.

Η εποχή αυτή είτανε τόσο πικρή, γιατί τότε είταν η μόνη φορά στη ζωή μου, που η καρδιά μου φάνηκε σκληρή σ' αυτή, και φάνηκε γιατί εννοούσα τόσο λίγο. Τέλος κατάντησε να κλειστώ και γω στον εαυτό μου, όπως αυτή, γιατί με κυρίεψε η θλίψη κ' η θλίψη πήρε φωνή και τα τραχιά λόγια τρέμανε στον αέρα γύρω μας.

Δίχως τη γλώσσα δεν είστε τίποτα· είστε ένα άτομο όπως και κάθε άλλο. — Μα αφού έχω τ' όνομά τους! είπε ο Αριστόδημος με θλίψη. Αφού ζω στο χώμα τους! — Ζήτε στο χώμα τους; έχετε τ' όνομά τους; τον ρώτησε ο Περαχώρας με χαμόγελο. Και πόσοι δεν πέρασαν απ' αυτό το χώμα; Να ο Χαγάνος· ζη αιώνες εδώ πέρα· είνε λοιπόν κ' εκείνος Ευμορφόπουλος; Α, να ήμουν στη θέση σας! να ήμουν στη θέση σας!...

Όταν όμως είτανε να φύγη η μαμά ή και να βγη, μονάχα έξω χωρίς αυτόν, τότε τον έπιανε απελπισία. Η θλίψη του δεν είχε όρια και το κλάμα του είτανε τόσο απαρηγόρητο, ώστε δεν εύρισκε κανένας μέσο να τον ησυχάση. Ναι, μας έκανε τόση λύπη να τον βλέπουμε έτσι, ώστε δεν το ξεχνούσαμε εύκολα κ' ένα πρωί μιλούσαμε γι' αυτό.

Χωρίς να προφέρη λέξη γύρισε και πήγε στη μικρή κάμαρα του Σβεν. Έμεινε πολλή ώρα εκεί κι όταν ξαναγύρισε, είδα πως είχε κλάψει, όχι όμως από θλίψη. Εκεί όμως που καθόμουνα μόνος και την περίμενα, συλλογίστηκα πως δεν είχε ανοίξει ποτέ μπροστά μου την πόρτα της μικρής κάμαρας και να μπη μέσα να κάμη την προσευχή της.

Τη βλέπει κανείς και νομίζει πως άμα κρυφθή στη γη θα κρυφθή κι ο ήλιος μαζί της· είπε ο Μήτρος ο Γλάμης. — Ήταν στην όλη Δημιουργία κάτι από τα πιο σημαντικά και δοξασμένα μέρη της κ' είνε φόβος με τον αφανισμό της να χαλάση τώρα κι ο κόσμος· εψιθύρισε με θλίψη του ο Γκενεβέζος. Ο Θεομίσητος δάγκωσε τα χείλη του. Δε θα πάψουν πια αυτά τα λιβανίσματα σ' ένα κουφάρι!

Μόν’ ένας δεν εστέναξε, δε δάγκασε τα χείλια, Δε χτύπησε τα στήθια του μ’ απελπισιά και θλίψη, Μόνο της Χήρας το παιδί, μόνον ο Γυιός της Χήρας, Που κοίτονταν στη φυλακή, στα σίδηρα ριγμένος, Και τον κρατούσαν εκατό, τον φύλαγαν διακόσιοι, Γιατ’ είταν άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι, Κι’ αμ’ άκουσε της Κορασιάς το ξακουστό τραγούδι, Πο την αγάπη την πολλή, πο τον πολύν τον πόθο, Τα δυνατά του έβαλε με την καρδιά του όλη, Έγεινεν εκατό φορές πλειο δυνατός ακόμα, Ετσάκισε τα σίδηρα, που είτανε ριγμένος, Ξεμόχλεψε της φυλακής της σιδερένιες θύρες, Πρόντησε τους φυλάκους του, σα λαφιασμένα γίδια, Που τρέχουν τα βουνόπλαγα λυκοκυνηγημένα, Και ρίχτηκε όξω λεύτερος, σαν άγριο λιοντάρι.... Σιάστηκε και στολίστηκε κι’ έβαλε τ’ άρματά του, Και κίνησε χαρούμενος και κίνησε τρεχάτος, Να πάη να βρη την Κορασιά, να βρη τη Ρηγοπούλα, Που γύρευε άξιον κι’ ώμορφο, γερόν και παλληκάρι, Να τον θελήση, γι’ άντρα της, γυναίκα να την πάρη.

Ήρθε μόνο για να πάρη τη μητέρα του και ναφήση στη θλίψη εμάς τους άλλους; Ή ήρθε μόνο για να φύγη, τόσο ήσυχα κι ωραία όπως έφυγε, και να μας διδάξη όλους με το θάνατό του τη μεγάλη τέχνη της ζωής; 16 τον Οχτώβρη Τα συλλογίστηκα όλα και τα είδα όλα και γνωρίζω πού γύρω γυρνά η πάλη. Είδα μέρα με την ημέρα πως όλα χειροτερέψανε. Και δεν είναι χαρά το να βλέπη κανείς καθαρά. Είναι πόνος.