Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025
Μόνο η λεύκα, που έπαιρνε ανθρώπινες μορφές, βασίλευε σαν φάντασμα απάνω από τις πένθιμες όχθες. Και όλο κινούσε δυο μεγάλα χέρια ν' αγκαλιάση τις φοβισμένες σκιές που γλυστρούσαν απάνω στα νερά και όλο σήκωνε το απελπισμένο κεφάλι προς τον ουρανό. Ταργοκίνητα νερά διάβαιναν σιωπηλά κάτω από τη θλίψη των δένδρων· ο Γέρο — Ποταμός φούσκωνε τα νερά του από μιαν απόκρυφη θλίψη.
Ο βασιλέας με τον αδελφό του και με τον αδελφό σου μένουν κ' οι τρεις έξω φρενών, και οι άλλοι, γιομάτοι θλίψη και τρομάρα, τους κλαίνε· αλλ' εξόχως ο αγαθός γέρο — Γονζάλος, καθώς τον είπες — τα δάκρυά του καταβρέχουν τα γένεια του καθώς του χειμώνα τα νερά ξεχειλίζουν από τες κεραμωτές· τα μάγια σου τους καταπονούν τόσο, ώστε αν τους έβλεπες τώρα ήθελε συντριβή η καρδιά σου.
Μα το πλεούμενο αρμένιζε σα να είχε δική του ψυχή και δική του κυβέρνια. Μην είνε τάχα το μαγεμένο καράβι πώρχεται να πάρη άθελα το βασιλόπουλο και να κάμη χήρα την Πεντάμορφη ; Εκείνη τ' αγναντεύει από το παραθύρι κ' η θλίψη φυτρώνει σαν τσουκνίδα στην καρδιά της. Το βασιλόπουλο μπήκε σε πειρασμό· θέλει να κατεβή για να μάθη το μυστικό του καραβιού.
Αλλά μαζί με τη λάμψη και τη δροσερή ανάσα των λουλουδιών χύθηκε και σα μια θλίψη βαθειά ολόγυρα.
Τα παιδιά βλαστημούσαν η γυναίκα χτυπούσε με τα χέρια της το κεφάλι της, τα κορίτσια έκλαιαν. Δεξιά, αριστερά, πέρα, η ίδια θλίψη, ο ίδιος πόνος, η ίδια κατάρα. Ο νοικοκύρης κίτρινος, κίτρινος, με σκυμμένο κεφάλι, και τα χέρια σταυρωμένα πίσω, κοίταζε μ' ανοιχτά μάτια, χωρίς να βλέπη. Είταν σαν τρελλός.
Έπειτα όταν ξαναπλέαμε όξω με το νυχτερινό αεράκι, μου πλημμύρισε την ψυχή με άρρωστη θλίψη μια προαίστηση, μια προαίστηση εκείνου, που δεν πίστευα πως θα γίνη ποτέ. Κοίταζα προς το μέρος της βάρκας εκεί που είτανε καθισμένη η Έλσα. Μου φάνηκε πως το μέρος είταν άδειο και πως έπλεα μόνος σε ασάλευτα νερά, που είχαν όψη αλλιώτικη από κείνη που τους δίνει το ημερινό φως.
Ύστερ’ απ' την κακή βαρυχειμωνιά όλη η πλάση απ' άκρη σ' άκρη, ανθρώποι, δένδρα, λουλούδια, ως και το μικρότερο σπυρί του άμμου στην ακρογιαλιά, παίρνανε το μερτικό τους απ' το πανηγύρι του Ήλιου. Κ' ήτανε τόση η χαρά που ανέβαινε απ' τη γη στον ουρανό, που έμοιαζε σαν βαθειά θλίψη μιας απέραντης ψυχής, που πονούσε για τη ματαιότητά της.
Ερχόταν κορδωμένος και γελαστός σαν τραπεζίτης που ασφάλισε για καλά τα χρήματά του. Η μόνη θλίψη που του θάμπωνε τη ζωή, ήταν που δεν εύρισκε το κατάλληλο βάθρο της Δόξας του. Είχε αληθινά τον κορμό της καρυάς, μα τώρα κάμποσες μέρες τον εύρισκε αταίριαστον κι αυτόν. Τι τα θες, αδερφέ! δεν πήγαινε καρυά να βαστάη έν' άγαλμα! Σκέφτονταν να ξεφλουδίση τον κορμό και να τον περάση με βάμμα.
Η αγάπη, η θλίψη, η τύψη και η ελπίδα γελούν και κλαίνε μέσα στα βαθειά της μάτια και στο πικρό της στόμα. Ο Έφις την κοιτά, την κοιτά και σαν να θυμάται μια προηγούμενη ζωή, πολύ παλιά και του φαίνεται ότι τον καλεί να πλησιάσει, να την βοηθήσει να κατέβει, να την ακολουθήσει….. Έκλεισε τα μάτια. Το κεφάλι του έτρεμε.
Είναι η φιγούρα της Μαγδαληνής που, όπως λένε, έγινε εκ του φυσικού: η αγάπη, η θλίψη, οι τύψεις και η ελπίδα γελούν και κλαίνε μέσα στα βαθειά της μάτια και στο πικραμένο στόμα της…
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν