Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025
Μήπως αλλοιώτικα δεν τώξερα; Η μητρική μου αγάπη κη αγάπη μου για το Βαγγελιό πιάστηκαν κείνη την ώρα σε φοβερή πάλη. Αλλά σ' αυτό ακούστηκαν βήματα κιομιλίες. Το Βαγγελιό ταράχτηκε και μούπε σιγά και βιαστικά: — Δεν κάνει να μάςε δούνε μαζή, μόνο φύγε. Και τραβήξαμε, αυτή προς το χωριό, εγώ προς τα κάτω. Ήμουν πολύ συγκινημένος κ' αισθανόμουν σα διαφορετικός άνθρωπος.
ΜΕΝ. Όχι δωρεάν, φίλε μου• διότι και τα νερά του πλοίου έχυνα και κουπί ετράβηξα και μόνον εγώ από τους επιβάτας σου δεν έκλαια. ΧΑΡ. Αυτά δεν αξίζουν τίποτε για μένα• πρέπει να πληρώσης τον οβολόν• αλλοιώτικα δεν μπορεί να γείνη. ΜΕΝ. Λοιπόν γύρισέ με πάλιν εις την ζωήν. ΧΑΡ. Αστείος είσαι, διά να έχω και τιμωρίας από τον Αιακόν. ΜΕΝ. Παύσε να με σκοτίζης λοιπόν.
Αλλά να τη χαίρεσαι αυτήν που παίρνεις• είνε ένα σκιάχτρο. Την είδα εις τα τελευταία θεσμοφόρια με τη μητέρα της• και πού να ξέρω τότε η κακομοίρα ότι εξ αιτίας της θα έχανα τον Πάμφιλον; Δεν θέλω να σ' την κατηγορήσω και να σε λυπήσω, αλλά φαίνεται ότι δεν την επρόσεξες, αλλοιώτικα θα έβλεπες ότι τα μάτια της είνε πάρα πολύ γαλανά και αλλοίθωρα.
Όχι γέλοιο, όχι χαμόγελο, μικρό τρεμούλιασμα μονάχα στα χείλη του έσωνε να σε καταπείση πως είταν η ψυχή του περιβόλι από την Πρόνοια ωρισμένο να θρέφη της χαράς τα λουλούδια. Κι ως τόσο, καθώς όλα του κόσμου αλλοιώτικα, έτσι κ' η τύχη του χρυσόκαρδου εκείνου ανθρώπου. Μια σειρά φουρτούνες και συφορές η ζωή του. Ξενιτεύτηκε κι αυτός νιος καθώς οι πιώτεροι του φτωχικού του νησιού.
Αμ τις προάλλες πούμαστε φερμένες εγώ με τις κόρες μου και μας έμεινε στα χέρια μισήν ώρα, ξερή !. . ήτονε μονάχη της- ήτον και η Ευρυδίκη-γύρισε και ρώτησε την Μπιμπίκα-ας είναι . . . αν δεν ήμαστεν εμείς. . είδαμε και πάθαμε να τη συνεφέρουμε-γυναίκες ολομόναχες-πήγα να παλαβώσω. . είναι και η ευτύνη ξέρεις ! γιατί έπειτα σου λέει άλλος- Άσ' τα τώρα, Κυρά Χαρζανοπούλου! είπε ο γιατρός, σταθήτ’ απ’ το κρεββάτι!. . σταθήτε από 'κεί δα!. . μη μου κλείνετε το φως να δούμε τι θα κάνουμε. . . Έπιασε πάλι το σφιγμό της Βεργινίας με το ρωλόϊ στο χέρι. . έβαλε ταυτί του στην καρδιά της. . . Έπειτα έχυσ' αιθέρα στα χέρια του και της έτριψε τα μηλίγγια. . της έτριψε τα χέρια και τα πόδια. . . Έξαφνα άνοιξε η Βεργινία τα μάτια της και το στόμα της άρχισε ναναπνέη αργά. . . Κ’ η αναπνοή της γινόταν ολοένα πιο βαθειά. . το στήθος της ανασηκωνότανε σα να φούσκωνε απομέσα του ένα κύμα να ξεσπάση. . . Ο γιατρός γύρισε να δη το Νίκο που στεκόταν πίσω του, ακκουμπηστός στο κρεββάτι: σούρωσε τα χείλια του και τανέβασε ως τη μύτη του. . . Ο Νίκος έβλεπε της Βεργινίας τα καμώματα μ’ όλη την ψυχή του χυμένη στα μάτια του. . . Ακουγόταν τώρα η αναπνοή της Βιργινίας σαν ανάλαφρο ροχαλητό ανθρώπου βαριοϋπνιασμένου. . άνοιγε το στόμα της και τάφηνε λίγην ώρα ανοιχτό. . . και το ξανάκλεινε αργά, παράξενα σα μ’ ένα μηχανισμό, αλλοιώτικα από άνθρωπο: όπως τα ψάρια που τα πετάει το κύμα στο γιαλό. . κι ολοένα πιο πολύ το στόμα της άνοιγε και πιο πολλήν ώρα έμενε ανοιχτό, στυλωμένο τώρα, σαν πόρτα που δεν ξαναπέφτει να κλείση. . . Η Λιόλια κύτταζε με το κλαμένο πρόσωπό της ξαστρωμένο πάλι, σαν κρυφοχαρούμενη πούβλεπε τη Βεργινία νανοιγοκλείνη το στόμα, να ξαναζωντανεύη. . . Τι κάνει έτσι, γιατρέ; τ' είν' αυτό που κάνει ; φώναξε ο Νίκος του γιατρού με τρόμο- Δεν είν' καλά η γυναίκα σου ! Η Χαρζανοπουλίνα κ' η κόρη της που στέκονταν εκεί κοντά, κυτταχτήκαν αναμεταξύ τους κ' η γριά κούνησε το χέρι της σα νάλεγε για κάποιον πως έφυγε και πάει: Δεν τη βλέπεις, Κυρ Νίκο μου ; δεν τη βλέπεις που τελειώνει και σ' αφήνει γεια; . . .Τα μάτια της Βεργινίας είχαν ανοίξει διάπλατα: κύτταζαν αχνά και ξέξασπρα το Νίκο, κατάματα. . κι όλο άνοιγαν πιο πολύ, σα να θέλανε να βγουν απ’ τις κόγχες τους να πεταχτούν απάνω του, κ’ οι κόρες τους μεγαλώνανε σκοτιδιασμένες σα δυο βαθειές τρύπες. . . Βεργινία !!-ξεφώνισε ο Νίκος. . . Βεργινία μου!!.. κ'έπεσε γονατιστός, μ’ έναν πνιγμένο λυγμό, μπροστά στο κρεββάτι και της έπιασε το χέρι . . Οι δυο βαθειές τρύπες των ματιών της Βεργινίας αποπάνω απ’ το κεφάλι του Νίκου μαυρίζανε σαν πηγάδια—Άξαφν’ άνοιξε η Βεργινία το στόμα της ακόμα περισσότερο και δεν το ξανάκλεισε πια-τα μάτια της θολώσανε-σα να πέρασ’ ένα σύννεφο ψηλά, ένας αχνός αποπάνω τους-κι απόμειναν εκεί δα, ορθάνοιχτα, στυλωμένα απάνω στο πρόσωπο του Νίκου Ο γιατρός σηκώθηκε: Δεν είχε δύναμη η καρδιά της-είπε.
Μέσα στην ομιλία του την πλέον ήσυχη διέκρινα κάτι που έτρεμε, που εκινείτο αλλοιώτικα μέσα του και το οποίον πολλάκις μου έδιδε κάποιαν ανησυχίαν. Συχνά σταματούσε σε μια φράσι, σαν να είχε λησμονήσει τι ήθελε να ειπή και ετέντωνε ταυτιά και επρόσεχε σαν να ήκουε κάποιον να ομιλή, σαν να περίμενε κανένα.
Πήγαινε λοιπόν και προσπάθησε να την καταφέρης νάρθη να κοιμηθή μαζή μου. ΧΗΝ. θέλεις να της πω ότι όλα, αυτά που της διηγήθης ήσαν ψέμματα για να της δείξης ανδρείαν; ΛΕΟΝΤ. Όχι, δεν κάνει, Χηνίδα• είνε 'ντροπή. ΧΗΝ. Αλλοιώτικα δεν θα έλθη. Διάλεξε λοιπόν το έν από τα δύο, ή να σε πιστεύουν ως ήρωα και να σε μισούν, ή να κοιμηθής με την Υμνίδα και να ομολογήσης ότι είπες ψέμματα.
Εισήλθον εις το καντόνιον Βαλαί εις τα νώτα του βουνού τα αντίθετα εκείνων, που βλέπει κανείς από το Γκρίντελβαλντ, αλλά μακράν ακόμη από την νέαν κατοικίαν. Άλλαι φάραγγες επαρουσιάζοντο, άλλοι βοσκοί, άλλα δάση, άλλα μονοπάτια, ως και αλλοιώτικα σπίτια και αλλοιώτικοι άνθρωποι, Αλλά τι είδους άνθρωποι!
Έπειτα διηγήθη το ανέκδοτον ενός βοσκού, ο οποίος δεν ήθελε και αυτός κατ' ουδένα λόγον να πλησιάση άλλους ανθρώπους. Ούτε για να μεταλάβη δεν έστεργε να καταιβή στο χωριό. Μια μέρα που τον είδε από μακρυά ο παπάς, τουφώναξε ότι έπρεπε να καταιβή να κοινωνήση, αλλοιώτικα θα πήγαινε η ψυχή του στα τάρταρα.
Τον αγαπάει αλλοιώτικα, με μια φωτιά πιο άγρια που της πίνει όλη τη δροσιά- Ήτον τεχνίτης ξυλογλύπτης ο Νίκος κ’ έβγαζε ταχτικά ίσαμ’ οχτώ δραχμές την ημέρα. Είχε πάρει μια δουλειά αποκοπή για δυο χιλιάδες κι ο μάστορας που του δούλευε τούδωσε ένα πεντακοσάρικο μπροστάντζα κ’ έτσι αποφάσισε να κάνη αυτό που τούλεγε η καρδιά του, να στεφανωθή τη Βεργινία.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν