Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025


Αυτά' πε, κ' εγώ σύρθηκα κ' έχωσα εις το θηκάρι τ' αργυροκάρφωτο σπαθί, και άμ' έπιε το μαύρ' αίμα ο άψεγος μάντης είπε μου• «γυρεύεις την γλυκεία εις την πατρίδα επιστροφή, λαμπρότατε Οδυσσέα. 100 θα σ' εμποδίση ένας θεός• κακά θε να ξεφύγης του κοσμοσείστη, 'π' άσπονδο μίσος για σένα τρέφει, αφού το φως αφαίρεσες του αγαπητού παιδιού του. πολλά θα πάθετε κακά, και όμως θα φθάστε ακόμα, αρκεί να θέλης χαλινό να βάλης της καρδιάς σου, 105 και των συντρόφων, το καλό καράβι σου άμ' αράξης. το μαύρο κύμ' αφίνοντας, 'ς την νήσο Θρινακία, κ' ευρήτ' εκεί τα πρόβατα να βόσκουν και η δαμάλαις του Ηλιού, 'που όλ' άνωθε τηρά και όλ' άνωθεν ακούει. και αν δεν τα εγγίξης κ' εννοιασθής για την επιστροφή σου, 110 τότε, και αν πάθετε πολλά, θα φθάστε εις την Ιθάκη• αλλ' αν τα βλάψης, όλεθρο προβλέπω εις το καράβι και εις τους συντρόφους• και αν σωθής μόνος εσύ, θα φθάσης αργά και κακώς έχοντας, και από συντρόφους έρμος. με ξένο πλοίο, και θαυρήςτο σπίτι δυστυχίαις. 115 άνδραις απόκοτοι το βιο σου τρώγουν, και με δώρα την θεϊκή σου σύντροφο ζητεί καθείς να πάρη• αλλ' άμα φθάσης, φοβερά θα εκδικηθής εκείνους. και αφού μέσατο σπίτι σου χαλάσης τους μνηστήραις, είτε με δόλο ή φανερά, μ' ακονισμένη λόγχη, 120 έπαρε δρόμο, φέροντας ίσιο κοπί μαζή σου, όσο να φθάσηςτους θνητούς, 'που θάλασσα δεν ξεύρουν, και οπού δεν τρώγουν φαγητό με άλατ' αρτυμένο• ούτε τα κοκκινόπλωρα καράβια αυτοί γνωρίζουν, ούτε τα ίσια κουπιά, 'που 'ναι πτερά των πλοίων. 125 και άκου σημάδι φανερό, 'που δεν θα σου ξεφύγη•τον δρόμον άμ' απαντηθή με σέν' άλλος οδίτης, και ειπήτον λαμπρόν ώμο σου πώς έχεις λιχνιστήρι, ευθύς το ίσιο κουπί στήσε εις την γη και κάμε του Ποσειδώνα βασιληά καλόδεκταις θυσίαις• 130 κριάρι, ταύρον σφάξε του και χοίρον αναβάτη• και γύρε εις την πατρίδα σου, κ' ιεραίς κάμ' εκατόμβαις των αθανάτων, 'πώχουσι των ουρανών τους θόλους, με την σειρά του καθενός• και θάνατος θα σ' εύρη έξω απ' την θάλασσα ελαφρός, και θα σε σβύση αγάλι 135 μες τα λαμπρά γεράματα• και ωστόσ' ολόγυρά σου θα 'ναι μακάριος ο λαός• σου είπα την αλήθεια».

ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Το 'ξεύρω· ‘ς τον καιρόν σου σου ήρεζε να κυνηγάς τους ποντικούς την νύκτα· πλην τέτοια ξενυκτίσματα εγώ δεν σου τ’ αφίνω. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Α! ζήλεια, ζήλεια! Στάσου συ· τι έχεις εκεί μέσα; Α’ ΥΠΗΡΕΤΗΣ Τα στέλνουν εις τον μάγειρα· τι είναι δεν ηξεύρω. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Εμπρός, εμπρός. Εσύ εκεί, είναι στεγνά τα ξύλα; κράξε τον Πέτρον, τα στεγνά πού είναι να σου δείξη.

Αλλά τα αυτά επαναλαμβάνει και μετ' ολίγον εις τον Πασχαλάκην, ακροωμένου εκ της κρύπτης του υποδεκανέως: — Τον...! εκείνο το λούστρο! Και όταν μένουν οι δύο, ο Πασχαλάκης με κωμικωτάτην κίνησιν προτείνει τον πόδα προς τον αντεραστήν: — Παιδί, έχεις βερνίκι; Και ούτω καθ' εξής.

Αλλά εσύ μου έκρυψες πως έχεις μέσα στο σπίτι σου νεκράν την Άλκηστιν, κ' εδέχθης να με ξενίσης, λέγοντας πως δεν είναι δικός σου ο άνθρωπος που πέθανε, αλλά είναι κάποιος ξένος. Κ' εγώ αφού εστεφάνωσα με άνθη το κεφάλι σπονδάς έκαμα στους θεούς, σε λυπημένο σπίτι. Παραπονούμαι που σ' εμέ εφέρθης σαν εις ξένον, αλλά δεν θέλω πιο πολύ να σε λυπήσω τώρα. Άκουσε όμως τι εδώ με κάνει να γυρίσω.

— ...Της έλεγε· «Ε! γειτόνισσα, γειτόνισσα! θα φάη κι' άλλη ψωμί...» Δε μου λες, μητέρα, τι θα 'πη να φάη κι' άλλη ψωμί; Αλλ' η δύστηνος γυνή είχε γείνει πελιδνοτάτη, και τα όμματά της είχον την αλαμπή εκείνην στιλπνότητα, την οποίαν ο λαός ονομάζει &βασίλεμμα των ματιών&, και οι οδόντες της έμειναν συνεσφιγμένοι. — Τι έχεις, μητέρα, τι έχεις; έκραξεν η Αικατερίνη.

Τι ζήλεψες από τους τενεκέδες; — Όλος ο κόσμος ζηλεύει! — Μα θέλουμε παράδες, γυναίκα. — Έχουμε τα βαρέλια γεμάτα. — Δεν φθάνουν! — Τι λες, Μανωλάκη; Με πενήντα βαρέλαις θα μεθύσουμε όλο το χωριό. — Και ύστερα; — θα βγης πάλιδρους, σύβουλος , ό,τ' θέλεις! — Έχεις απ' αυτά; Ηρώτησε πάλιν ο κυρ Μανωλάκης, προστρίψας γοργώς τον αντίχειρα επί του λιχανού του.

Είσαι εις όλα υπερβολικός, και τουλάχιστον έχεις αναμφιβόλως άδικον, παραβάλλοντας την αυτοκτονίαν περί της οποίας τώρα ο λόγος, προς μεγάλας πράξεις, ενώ δεν μπορεί κανείς να την θεωρήση παρά ως αδυναμίαν. Γιατί βέβαια ευκολώτερο είναι ν' αποθάνη κανείς παρά να υποφέρη καρτερικά ζωήν γεμάτη βάσανα.

Κριτίας Φίλε Ερμοκράτη, επειδή είναι η σειρά σου να ομιλήσης αύριον και έχεις άλλον πρωτύτερα από σε, διά τούτο έχεις ακόμη θάρρος. Τι λογής λοιπόν είναι τούτο μόνος σου γρήγορα θα το καταλάβης· επειδή όμως μας παρηγορείς και μας δίδεις θάρρος, ας σε υπακούσωμεν, και κοντά εις τους θεούς τους οποίους ανέφερες, ας προσκαλέσωμεν και τους άλλους και ιδιαιτέρως μάλιστα την Μνημοσύνην.

Λέγαμε και ξαναλέγαμε πάντα τα ίδια. — Όχι! όχι! Μην πης τέτοια λέξη, μην πης πως τον αγαπώ. Δε θέλω να τον αγαπώ, δεν πρέπει να τον αγαπώ. Εσύ έχεις τα λόγο μου· εσένα θα πάρω. Λυπούμαι που διάβασα το γράμμα και ντρέπουμαι τώρα.

Ο λοστρόμος με τους άλλους ναύτες σήκωσαν σιγά-σιγά τον καπετάνιο και τον φόρτωσαν στον ώμο του Γερο-Φλώκου, ρίχνοντας του απάνω την κόκκινη τσέργα. Ο Μοναχάκης βογγούσε: «Αγάλια! αγάλια παιδιά! αγάλια και πονώ». Και πιάστηκε από το λαιμό του ναύτη. — Στο Κυρατσώ, καπετάνιο, να σε πάω στο Κυρατσώ την αδερφή σου, πούνε σιμά το σπίτι. — Κουράγιο, Μοναχάκη. Δεν έχεις τίποτε.

Λέξη Της Ημέρας

τρίκλισμα

Άλλοι Ψάχνουν