United States or Bouvet Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Ναι· αλλά μετ' ολίγον ο πόλεμος ούτος έλαβε τέλος, και η κατάστασις του κράτους τούς ηνάγκασε να συμφιλιωθούν και να ενωθούν κατά του Καίσαρος, όστις ευτυχήσας κατά την πρώτην μάχην εξεδίωξεν αυτούς εκ της Ιταλίας. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Καλά. Τι χειρότερον έχεις ν' αναγγείλης; ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Αι δυσάρεστοι αγγελίαι στενοχωρούν και τον κομιστήν αυτών.

Έτοιμη, έτοιμη, Μάχτο! υπάγωμεν, ευθύς· ω, ήλθες, Μάχτο! — Υπάγωμεν, επανέλαβεν εκείνος. Μην αργής!... — Τώρα να ενδυθώ, Μάχτο! Νανάψω το φως. — Ω μην ανάπτης φως, είπε μετά τρόμου ο αποκαλών εαυτόν Μάχτον. Θα μας ίδουν. — Έχεις δίκαιον. Περίμενε να εύρω το φόρεμά μου. Και η Αϊμά εψηλάφησεν εν τω σκότει, ευρούσα δε τας εμβάδας της, εφόρεσεν αυτάς ταχέως, είτα την εσθήτα της.

Δεν μας εγέλασες όμως, και όλον σου αυτό το δράμα το σατυρικόν και σειληνικόν εφανερώθη τι σκοπόν είχε. Αλλ' ας μην του γείνη αυτή η χάρις, φίλτατε Αγάθων, και έχε τον νουν σου ώστε κανείς να μην ημπορή να βάλη σκάνδαλα μεταξύ εμού και σου. Και ο Αγάθων: — Πραγματικώς, ω Σώκρατες, είπε, μου φαίνεται πως έχεις δίκαιον.

Αγουρασμένον τον έχεις τον τόπον; Παρετήρησέ ποτε είς τινα αγερώχως προσελθούσαν πλησίον της και ζητούσαν να την απωθήση. — Αγουρασμένον! Απήντησεν εκείνη. — Κιγώ πού θα σταθώ; — Όπ' στηκέτανε η μάννα ς'! Απεκρίθη εμπαικτικώς η εξ οικογενείας καταγομένη. Και συγχρόνως άλλη παραπέρα ισταμένηαπό σόι και αυτήπροσέθηκεν: — Όπ' άπλουνε τα δίχτυα ου πατέρας σ'!

Καθώς και την σφίγγα την ονομάζουν &σφίγγα& αντί &φίγγα&, και άλλα πολλά. Ερμογένης. Εις αυτά έχεις δίκαιον, Σωκράτη μου. Σωκράτης. Εάν όμως πάλιν επιτρέψωμεν να προσθέτη και να αφαιρή ο καθείς ό,τι θέλει εις τα ονόματα, τότε πλέον θα έχωμεν πολλήν ευκολίαν, και είναι εύκολον οποιονδήποτε όνομα να προσαρμόσωμεν προς οποιονδήποτε πράγμα. Ερμογένης. Πολύ ορθά. Σωκράτης. Και βέβαια ορθά.

Έχεις δε και άνθρωπον επιτηδειότατον να σοι εκθέση την κατάστασιν της Ελλάδος και να σε καθοδηγήση. Ο άνθρωπος ούτος είναι ο θεραπεύσας τον πόδα σου.» Ο δε Δαρείος απεκρίθη·

ΦΛΕΡΗΣΑνθυπολοχαγέ μου, τ' άσπρα μου μαλλιά σ' απατούνε. Δεν είμαι και τόσο γέρος όσο φαίνομαι. Μπορώ να κάνω ακόμα μερικές κουτουράδες. Ή όχι; ΑΝΘΥΠΟΛ. — Σας ορκίζομαι, κύριε Φλέρη, πως τα λόγια μου δεν κρύβανε κανένα πονηρό υπαινιγμό. Λυπούμαι πολύ που με παρεξηγήσατε. ΦΛΕΡΗΣΣου χωρατεύω, σου χωρατεύω, ανθυπολοχαγέ. Έπειτα το βέβαιο είναι πως δεν έχεις απολύτως άδικο.

Τα πρόσωπα των αδελφάδων, σκυμμένα επάνω στο χαρτί, γυάλιζαν από τον ιδρώτα της αγωνίας, αλλά η Νοέμι σήκωσε το βλέμμα και είπε: «Εάν εσύ Έστερ, δεν έχεις υπογράψει τίποτε, δεν οφείλουμε να πληρώσουμε τίποτε.

Την αλήθειαν λέγεις, εγώ όμως δεν είχα σκεφθή ότι έχεις καλόν μνημονικόν. Ώστε εννοώ τόρα ότι δικαίως ευχαριστούνται μαζί σου οι Λακεδαιμόνιοι, διότι γνωρίζεις πολλά, και σε έχουν καθώς έχουν τα παιδιά τον γέροντα διά να διηγούνται ευχάριστα παραμύθια. Ιππίας.

Όταν δέ ποτε ενεφανίσθη επί της σκηνής μικρόσωμος ορχηστής και παρίστα τον Έκτορα, πάντες συγχρόνως ανεφώνησαν• Συ είσαι ο Αστυάναξ, ο Έκτωρ δε που είνε; Άλλοτε, όταν κάποιος καθ' υπερβολήν υψηλός επεχείρησε να παραστήση διά της ορχήσεως τον Καπανέα προσβάλλοντα τα τείχη των Θηβών, Διασκέλισε, του εφώναξαν το τείχος, δεν έχεις ανάγκην από κλίμακα.