Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025
Αν έχης μέσα στο στήθος σου καρδιά και όχι πέτρα, μη λες πως φταίει ο λαός, αλλά φώναξε μαζί μου· «ανάθεμα εις τους λαοπλάνους.» Την χάριν ταύτην δεν ημπόρεσα να κάμω εις τον δυστυχή νεκροθάπτην, διότι ολίγην έχω φωνήν και δεν αγαπώ τας φωνάς.
Να που ήρθε και πέρσι και δεν έπαθε τίποτε κανείς. Πέρσι; Θυμούμαι. Φρίκη με πιάνει. Ναι, πέρσι, την άνοιξη, σωστός ένας χρόνος, είταν πάλε αφτός εδώ. Είτανε μουσαφίρης. Στάσου! στάσου! Αχ! τι τρομάρα! Σα να φώναξε η καρδιά μου φοβερά. Λογάριασε, πρόσεχε μην κάμης λάθος. Πέρσι, την ίδια νύχτα, κοιμηθήκαμε δεκατρείς· πέρσι, την ίδια μέρα δεκατρείς καθήσαμε στο τραπέζι.
Μα η γυναίκα μου μ' ένα σφίξιμο του χεριού μου, όπου αιστάνθηκα όλον τον πόνο της, ξαπολύθηκε από το μπράτσο μου που της είχε αγκαλιασμένη τη μέση και μπλέκοντας τα χέρια της, σε τρόπο που νακουστούνε κυριολεχτικά τα κόκκαλα που τρίξανε, φώναξε: — Πέτε πως υπάρχει ακόμα ελπίδα. Πέτε το.
Έτσι είπε, και τους άρχισε ραβδιές, κι' οι Τρώες όξω τραβούσαν, γιατί βιάζουνταν να ξεκινήσει ο γέρος. Πήγε έπειτα και φώναξε με τις βρισές τους γιους του, τον Πάρη και τον Έλενο, το θεϊκόνε Αγάθο, τον Πάμμο, το βροντόφωνο Πολίτη και τον Πόθο, 250 το Δήφοβο κι' Αντίφονο, το Διο το ζηλεμένο. Αφτούς φωνάζει τους εννιά και τους προστάζει ο γέρος «Ομπρός, χαζοί κακά παιδιά, σαλέψτε!
Ο άντρας έβγαλε το σκούφο. «Μπαρμπα-Έφις!», φώναξε το αγόρι και ξανάρχισε να παίζει, μιλώντας και γελώντας ταυτόχρονα. «Μα εσείς δεν πεθάνατε; Κάποιοι έλεγαν πως πήγατε στην Αμερική και γίνατε πλούσιος και πως στέλνατε πολλά λεφτά στις κυράδες σας. Τώρα ο φύλακας εδώ είμαι εγώ. Εάν θέλω να σας διώξω σαν κλέφτη, μπορώ να το κάνω. Δε θα το κάνω όμως. Θέλετε σταφύλια; Πάρτε.
Πόσες φορές πρέπει να σου το πω; — Εγώ 'πρεπε να σου το πω, γιατί 'νε βαρά σκόλη, και 'ξά σου. — Καλά, καλά, είπεν ο Σιφογιάννης κιαφού έκαμε το σταυρό του, ανέβηκε στο γαϊδούρι και τον φώναξε «σε!» για να ξεκινήση. Η γυναίκα του έμεινε κάμποσα λεπτά στην πόρτα και τον έβλεπε ν' απομακρύνεται. Στο αναμεταξύ μουρμούρισε: — Μα σαν πάει μόνο για να δη, γιάειντα τον επήρε τον κλαδεύτηρο;
Τότες πια ο Φοίβος φώναξε του λυσσασμένου τ' Άρη «Άρη φονιά, ματόβρεχτε, Άρη καστροτινάχτη, 455 έλα απ' τον πόλεμο λοιπόν τον άντρα αφτόν να βγάλεις, πούναι άξιος και τον Δία πια να πολεμήσει τώρα. Την Κύπρη πρώτα πλήγωσε από κοντά στο χέρι, έπειτα ακόμα σαν στειχειό μου ρίχτηκε κι' εμένα.»
— Ε, παιδάκι μου, φώναξε ο γέροντας, τραβώντας εμπρός μέσα στη βροχή, ζη κανένας και ζώνεται δω στο βιλαέτι μας, ζη για να βρίσκεται, έτσι για να μην ερμάη ο τόπος.
Από ντάμες δα άλλο τίποτα, καθιστές γύρω στους καναπέδες, μα να που έτυχε να χορεύουν όλες οι όμορφες κ'οι καλύτερες χορεύτρες . . και δεν πάνε στα κουτουρού οι χορευταράδες, μόνο κάθονται να δουν πρώτα κ' έπειτα διαλέγουνε. Δεν έχει παντεσπάνι! είπ' ο Δάσκαλος, μπαγιάτεψε πια κ’ έγινε παξιμάδι. Βάλ' τη «Ρεζάν», Μηνά ! φώναξε του παιδιού που γύριζε τοργανέτο. . . Και πάλι, χωρίς να ξαποστάσουνε μια στάλα, έσυρε ο Νίκος τη Λιόλια. . . Να βλέπατε το πόδι του το νεανικό κι αντρίκιο, το χαριτωμένο μαζί και δυνατό, που ξέχωρα φανέρωνε το πλάσμα το πλουσιόβλαστο κι ανθισμένο πούτον ώρα του τώρα να καρπίση- πως πατούσε το σανίδι ολόσωμο, ριζώνοντας το νέο δεντρί, και σηκωνόταν πάλι ανάερο μ' ένα τίναγμα ελαστικό και πάλι έπεφτε, στριφογυριστό στον αστράγαλο, βαστάζοντας όλο το κορμί στις μύτες του κ’ έρριχνε γοργότρεχο τη φτέρνα πίσω και γλυστροσερνότανε σα χέλι-λες κ’ είχε ζωή ολόδικιά του και χαρά το πόδι !. . . Μα κι όλο τάλλο το κορμί: τα μπράτσα κ' οι ώμοι, οι πλάτες, η μέση κι ο λαιμός τι τέλεια κι αρμονικά πούχαν τα κουνήματά τους, χώρια το καθένα και τόνα μέσα στάλλο και πάλι όλα μαζί -σα να φιλιούνταν αναμεταξύ τους, σα νάνθιζαν τώρα δα, ξαναγεννημένα σ' ένα λουτρό χρυσόρρευστο από φως και ηδονή, σε ζωή τρισμάκαρη . . . Και η Λιόλια το κοριτσάκι με το κοντοφούστανο τανεμιστό, με τα τρεμόχαρα στηθάκια που κρυφοζούσαν μες ταέρινο ποκαμισάκι ίδια χλωμά ροδάκινα κάτω απ’ τη φυλλωσιά στο βραδυνό ταγέρι, με τα χείλια σα στόμα λουλουδιού που σιγανοίγει να φιλήση τον ήλιο έπεφτε απάνω του σαν ένα πράμα λευκό κι απαλό, σαν πιτσούνι άσπρο που με τα πούπουλά του του σκέπαζε το νου.
Ύστερα πάλι έφευγε ο νους της κ' η φαντασία της αλαφροπατούσε δειλά και φοβισμένα, σα γυναίκα κυνηγημένη, στον άλλον, σ' εκείνον, στο φονιά του αντρός της. Τάχα πού είνε κρυμμένος; Τάχα τον πιάσανε; Τάχα...; Αχ! Θεέ μου! — Ασημίνα! φώναξε, με ένα τίναγμα στο βύθος του ο άρρωστος. — Εδώ είμαι, Γιώργη μου, τι θέλεις, παιδί μου; Άνοιξε τα μάτια του τρομαγμένα και κύτταξε γύρω του εκείνος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν