United States or Papua New Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να τη μάγισσα, να τη νεράιδα, την ψέφτρα, να τη σκύλα που μπαίνει. Και πριν ανοίξη το χείλι, την αρπάζω από το χέρι. Εδώ! Αμέσως εδώ! Πέσε χάμου και φίλησε πόδι. Παρακάλειε να μη σε σκοτώσω και φώναξε, φώναξε δυνατά, να σ' ακούσω, πως με γέλασες, πως το σιχαμένο σου το στόμα ψεφτιές ξερνά και μόνο ψεφτιές. Από πού έρχεσαι; Πού κυλιούσουν; Πατσαβούρα!

Δεν πέρασαν πολλές στιγμές κι' ο καβαλλάρης βρίσκονταν πίσω από τες πλάτες της γυναικός, που είταν παραπίσω απ' όλες. Εκείνη τότε φώναξε: — Αναμεράστε , μωρές, να περάση ο άνθρωπος με το μουλάρι!..

Παρουσιάστηκε όμως τότε στο λαό με χωρίς κορώνα, και τους είπε πως έτοιμος είναι να παραιτηθή ανίσως και δεν τονέ θέλουνε βασιλέα. Φώναξε ο λαός να μην παραιτηθή, κ' έμεινε. Δεύτερη λοιπό στάση αυτή του 514. Είναι αλήθεια πως γλήγορα την έπνιξε ο στρατός.

Ο ΜΑΘΗΤΗΣ Ο Σωκράτης. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Ε, Σωκράτη! Ο ΜΑΘΗΤΗΣ Φώναξέ τον μόνος τώρα• δεν μου περισσεύει ώρα. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Σωκράτη! Σωκρατάκη μου! ΣΩΚΡΑΤΗΣ Παρατηρώ τον ήλιον και αεροβατώ. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Α, τους θεούς περιφρονείς απ' το καλάθι αυτό, και όχι από τη γηαν και....

Το σχήμα λάβε στεναγμού κ' εμπρός μας εμφανίσου ή δίστιχον ερωτικόν ειπέ μου, και μου φθάνει· φώναξε, Αχ! και ταίριαξε με περιστέρι, ταίρι ή κάμε το εγκώμιον της άμιας Αφροδίτης, ή δος ένα παράνομα εις το τυφλόν παιδί της . Δεν με ακούει, δεν κουνεί, δεν ομιλεί. — Ρωμαίε! — Εψόφησεν ο πίθηκος. — Εξορκισμόν θα κάμω.

Μωρέ! φώναξε ο Χαγάνος, ανατριχιάζοντας από κείνο το κύτταγμα. Πίστεψε πως βρέθηκε πίσω, σε καιρούς που έμαθε από παιδί να τους φοβάται.

Ποιος είναι ο αποχρών λόγος αυτού του φαινομένου; έλεγεν ο Παγγλώσσης. — Να! η τελευταία μέρα του κόσμου, φώναξε ο Αγαθούλης.

Ο Καραϊσκάκης ήταντο μοναστήρι της Τατάρνας. Μπήκετην εκκλησιά και προσευχήθηκε·Τώρα θα σε ιδώ, Μαυρομάτα· αν νικήσωμε, θα σε προσκυνώ για Παναγία, ειδέ . . . Κ' έκοψε το λόγο του, πριν τον τελειώση. Τότε έπιασε τον Αϊβλάση. Άμα ζύγωσαν οι Τούρκοι, ο Καραϊσκάκης γνώρισε το μπροστινόν, γιατί τον ήξερε από τα Γιάννινα·Καρτέρα με, Ισλιάμ Μπέντο! του φώναξε.

Ύστερα ησύχασε πάλι μια στιγμή. Το σώμα έγυρε απάνω στα χέρια που τον κρατούσανε. — Μη φοβάσαι, Γιώργη! θα περάση! εδώ είμαστε! κ' η Ασημίνα κ' εγώ... Κουράγιο!... Τα λόγια του Βαγγέλη βγαίνανε τρεμουλιαστά, κομμένα μισά. Ο άρρωστος γύρισε το κεφάλι του με κόπο σαν να γύρευε κάποιον. — Εσένα γυρεύει! φώναξε ο Βαγγέλης στην Ασημίνα. Εκείνη έσκυψε μπροστά του πασχίζοντας να χαμογελάση.

Ο πορτιέρης πίστεψε πώς δίχως άλλο ήταν τρελλός, και του φώναξε: «Ελάτε κοντά, πού μείνατε λοιπόν τόσον καιρόΑπάντησε ο Τριστάνος, αλλάζοντας τη φωνή του: «Στους γάμους του Αββά του Μον που είναι φίλος μου. Πήρε μια παπαδιά, μια χοντρή κυρία με βέλο. Από το Μπεζανσόν μέχρι το Μον, δεν έμεινε παππάς, αββάς, καλόγερος, καλογεροπαίδι, να μην πάη στους γάμους.