Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025
— Είμαι ο νοικοκύρης του σπιτιού! — Κανένας άλλος από μένα δεν είναι εδώ μέσα νοικοκύρης! Είπε ουρλιαχτά ο ξένος. Η Τασιούλαινα ακούοντας αυτά, μπήκε στη μέση των δύο αντρών και φώναξε μ' όλα της τα δυνατά: — Μη Τασιούλα!!! είναι το παιδί μας! Μη Γιωργάκη μου!!! είν' ο πατέρας σου! Στη στιγμή η δύο μαχαίρες έπεσαν κατά γης.
— Φίλε, φώναξέ με, το ξέρεις πώς θάρθω! — Φίλη, ο Θεός να σε ανταμείψη! Όταν πέρασε το κατώφλι, οι σπιούνοι, ερρίχτηκαν απάνω του. Ο τρελλός έσκασε τα γέλοια, στριφογύρισε το ρόπαλό του και είπε: «Με διώχνετε, ωραίοι άρχοντες.
— Δεν είνε τίποτα· η γάτα της βιβλιοθήκης ξύπνησε, είπε ο Δημητράκης· εμπρός!... Βρέθηκαν στο σκοτάδι· η λάμπα είχε πέσει μαζί με το τραπέζι κ' έγινε σύψαλα στο πάτωμα. — Αριστόδημε!... πού είσαι Αριστόδημε! αδερφέ! φώναξε ο Δημητράκης περίτρομος. — Α!... αίματα... πατάω αίματα!... είπε η Ελπίδα ανατριχιάζοντας. — Φως!... ένα φως!... πρόσταξε ο Δημητράκης τον Κουτρουμπή· γρήγορα . .
Μα και το παιδί δεν απόδειχνε καμμιά δυσαρέσκεια, μόνο που ήτον ιδρωμένο και ξεφυσούσε, γιατ' ήτον ο χορός, ο μάγος ο χορός που ξετύλιζε τη χοντρή ψυχούλα απ’ τα πάχητα και την έκανε συλφίδα. . . Αχ, τι χαρά που χει η ζωή!., μα τι λίγο που βαστάει! -γιατ' είναι μοναχά ο άμμος πάνω απ’ την πέτρα που τονέ σκορπάει ο αγέρας. . . -Τι έπαθες καλέ, φώναξε ο Ντίνος, βλέποντας το Νίκο έξαφνα να χάνεται- Εκείνην τη στιγμή χύθηκε μες τη σάλα μια παρέα μασκαράδες με φωνές, με χοροπηδήματα, με σκουντιές, με χαλασμό κόσμου : του Κουτρούλη το πανηγύρι έγινε εκεί μέσα.
Κι' ύστερα από τη λύση αυτή, έβγαλε κάποιο συμπέρασμα που δεν του φάνηκε να είναι έξω από τη λογική. — Είναι ευτύχημα που ήρθαν έτσι τα πράματα, γιατί τώρα μπορώ να νομίζω πως γίνομαι κάμποσα χρόνια μικρότερος. ...Το Σάββατο αμέσως από το μεσημερινό φαΐ ήρθεν ο κουτός γραφέας για να τον πειράξει. — Ακόμα να ετοιμαστείς για να βγεις έξω! του φώναξε.
Ποτήρι φέρτε, φώναξε, Και κάμποσο νερό. Ανάγκη να μη χάσωμε Σε λόγια τον καιρό. Και ευθύς από τον κόρφο του Κι' από μικρό κουτί, Μια σκόνη ανακάτευε Σε δόσι αρκετή. Ο τρίτος, την συγχώρεσι, τους λέγει, σας ζητώ, Αν και στους δύω ενάντια τολμώ, γνωμοδοτώ. Το πάθος του αρρώστου μας Δεν είν' φλογιστικό, Δεν είναι, Εξοχώτατοι, μηδέ χολερικό.
Όταν πλησίασε ο Καπετανάκης, φώναξε στο Χόντζα: — Είντα πήες τόσο πάνω, μωρέ μουλά; Τα πρωτεία θες να πάρης; Και δεν εσυλλογίστηκες πως δε θα σ' αφήσω να κάτσης στην κεφαλή μας πάνω; Γιανιτσαριά δεν είνε μπλειο στην Κρήτη: Έλα κάτω, γιατί θα σε κατεβάσωμε θες και δε θες.
Έπειτα παραίτησε την αξίνα του κ' ήρθε κάτου από την ταράτσα. Ήταν ο Κουρδουκέφαλος ο δανειστής κι ο νοικοκύρης τώρα του μετοχιού. Όταν βγήκε στη δημοπρασία επλειοδότησε και το μετόχι κατακυρώθηκε στ' όνομά του. — Σε κλέβω; εγώ σε κλέβω, κύριε Αριστόδημε! ρώτησε μαλακά τον αρχαιολόγο. Μα το σταυρό μ' αδικείς. — Δε σ' αδικώ καθόλου· με κλέβεις! με κλέβεις! με κλέβεις!.. φώναξε πεισματικά εκείνος.
Αυτές τις μέρες η ζωή παρά πολλά της είχε ρίξει απάνω στην τρυφερή ψυχούλα της και σαν ανθάκι που ήτανε λύγισε απ’ την ορμή της μπόρας. . . Εκεί πούκλαιγε, σάλεψε η Βεργινία τα χείλια κ' έβγαλε ένα βαθύν αναστεναγμό, βογκητό μακρόσυρτο τραγουδιστό σαν από κάποιαν πνοή αλυσοδεμένη που ξελύθηκε μ' αιματωμένες τις φτερούγες. . κι άνοιξε τα μάτια. . . Η Λιόλια πετάχτηκε κοντά της: -Αχ, Κυρία Βεργινία! ξυπνήσατε πάλι;-φώναξε, γέρνοντας απάνω της με τρέμουλη χαρά στη δακρυσμένη της φωνή.
Εκείνη κι εσύ, εσύ κι εκείνη αφήστε ήσυχους τους νεκρούς!» φώναξε ο Έφις, αλλά η φωνή του ήταν βραχνή και το παιδί γέλασε με αυθάδεια. «Μη θυμώνετε, γιατί σας κάνει κακό, μπαρμπα-Έφις! Η γιαγιά μου λέει ότι ήταν ένα στοιχειό που σκότωσε τον ντον Τζάμε. Είναι αλήθεια ή όχι;»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν