Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025


Τοιαύτα μου εφάνησαν τότε και τα πράγματα των ανθρώπων. ΦΙΛ. Ειπέ μου, Μένιππε, και εκείνοι που έχουν τους πολυτελείς και μεγαλοπρεπείς τάφους επί της γης, τας στήλας, τους ανδριάντας και τα επιγράμματα, δεν έχουν εις τον Άδην περισσοτέραν υπόληψιν από τους κοινούς νεκρούς;

Και απάντησ' ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης• «Φίλ', επειδή μου ενθύμισες τα πάθη, 'που εκεί πέρα πάθαμ' εμείς των Αχαιών τ' αδάμαστα τα γένη, και όσατα γλαυκά πέλαγα πλανώμενοι με πλοία, 105 όπου ωδηγούσ' ο Αχιλληάς για λάφυρα, και άμ' όσατο μέγα κάστρ' ολόγυρα του βασιληά Πριάμου μαχόμενοι• αυτού έπεσε το άνθος των ανδρείων, αυτού ο φρικτός Αίαντας, αυτού και ο Αχιλλέας κείτονται• αυτού και ο Πάτροκλος που 'ταν θεόςτην γνώσι• 110 αυτού παιδί μου αγαπητό, άψεγο και γενναίο, ο Αντίλοχος ταχύτατος και ακλόνητοςτην μάχη. και άλλα πολλά παθήματα σιμάαυτά μας ηύραν• και ποιος θνητός είν' αρκετός όλα να τα ιστορήση; και πέντε κ' έξι αν έμενες χρόνους εδώ, να μάθης 115 πόσα έπαθαν των Αχαιών εκεί τα λαμπρά γένη, θα εβάρυνες και θα 'φευγες, πριν μάθης, 'ς την πατρίδα• ότι εννηά χρόνους πλέκαμε τον χαλασμό τους, μ' όλαις ταις τέχναις, και όμως μεταβιάς τον τέλειωσ' ο Κρονίδης. αυτού κανείς τον Οδυσσηάτην γνώσι ν' αντικρύση 120 δεν ήθελεν, ότι πολύ τους άλλους ενικούσε, 'ς ταις τέχναις όλαις, ο λαμπρός πατέρας σου, αν υιός του είσαι τωόντι• σεβασμός με παίρνει ως σε κυττάζω• προσομιάζ' η ομιλιά πολύ, κ' είν' ένα θαύμα προσόμοια τόσο να ομιλή μικρός την ηλικία. 125 τότε δεν ευρεθήκαμεν, εγώ και ο Οδυσσέας, ασύμφωνοι, ούτ' εις σύνοδον ούτε εις βουλή, ποτέ μας• αλλά μιαν γνώμην έχοντας, με νου και μ' ορθή σκέψι, ευρίσκαμ' ό,τι εδύνονταν να σώση τους Αργείους• αλλ' άμα κάτω ερρίξαμε την Τροίαν καιτα πλοία 130 μπήκαμε, και τους Αχαιούς θεός εσκόρπισ' όλους, κακήναυτούς επιστροφή τότε εμελέτα ο Δίας• επειδή όλοι φρόνιμοι και δίκαιοι δεν ήσαν• όθεν εσύντριψε πολλούςτην τρομερήν οργή της τότε η γλαυκόμματη θεά, φρικτού πατρός η κόρη, 135 'που την διχόνοιαν έσπειρετους αδελφούς Ατρείδαις. κ' εκάλεσαν εις σύνοδο τους Αχαιούς εκείνοι όλους, αλλ' όμως ξώκαιρα, 'ς την δύσι του Ηλίου• και τα παιδιά των Αχαιών έφθασαν κρασωμένα• κ' εκείνοι εξήγαν τον σκοπό 'που εσύναξαν τα πλήθη• 140 τότε ο Μενέλαος έλεγε να συνταχθούν να φύγουν όλ' οι Αχαιοίτα διάπλατα τα νώτα της θαλάσσης• δεν το 'στεργε ο Αγαμέμνονας και τον λαόν εκράτει, κ' ήθελε πρώτον ιεραίς να σφάξουν εκατόμβαις, την φοβερή της Αθηνάς οργήν όπως πραΰνη• 145 μωρός, ουδ' ήξευρε 'π' αυτήν δεν ήθελε μαλάξη• ότι εύκολα δεν στρέφεται ο νους των αθανάτων. κ' οι δύο 'κείνοι ως στέκονταν, σκληρά λογομαχώντας, ξάφνου εσηκώθη, σκόρπισε των Αχαιών το πλήθος, μ' αλαλαγμόν αμίλητο, κ' εις γνώμαις δυο σχισθήκαν• 150 και όλη την νύκτα ετρέφαμε μίσος ανάμεσόν μας, ότι μεγάλαις συμφοραίς ωργάνιζεν ο Δίας• κ' εμείς εσύραμε πρωίτην θάλασσα την θεία τα πλοία με τα κτήματα και ταις βαθειά ζωσμέναις γυναίκαις• κ' έμειναν αυτού το ήμισυ του πλήθους, 155 σιμάτον Αγαμέμνονα τον ηγεμόν' Ατρείδη• έτσιτα πλοία μπήκαμε, κ' έπλεαν αυτά με βία, ότι θεός τα τρίσβαθα μας έστρωσε πελάγη. ς' την Τένεδο, διαβαίνοντας να πάμετην πατρίδα, εσφάξαμε προς τους θεούς• δεν έστεργεν ο Δίας 160 να φθάσουμε, αλλ' ο άσπλαχνος κακήν πάλι διχόνοιαν εγέννησε, κ' εγύρισαν με τα κυρτά καράβια μέρος με τον πολύβουλον, ανδρείον Οδυσσέα, τ' 'Ατρείδη τ' Αγαμέμνονα να χαρισθούν εκείνοι. κ' εγώ μ' όλα τα πλοία μου κίνησα ευθύς να φύγω, 165 ότι έβλεπα 'που συμφοραίς είχε ο θεόςτον νου του. ως και ο Τυδείδης έφευγε κ' εκίνα τους συντρόφους• και ο ξανθός Μενέλαος μας πρόφθασε κατόπιτην Λέσβο, 'που λογιάζαμε το μακρυνό ταξείδι, είτε απεπάνω από την Χιό την πετρωτή να βγούμε, 170 προς την Ψυρία, 'ς τα ζερβιά κυττάζοντας εκείνην, ή κάτω, 'που 'ναι ο Μίμαντας αντίκρυ ο ανεμισμένος• και του θεού ζητούσαμε σημείο να μας δείξη• έδειξε, και να κόψουμε το πέλαγ' ως την Εύβοια μας είπε, όπως ταχύτερα σωθούμε απ' την οδύνη. 175 πρύμος τότ' έπνευσε ηχηρός•τους ιχθυοφόρους δρόμους τα πλοία τρέχαν και άραξαντην Γεραιστό την νύκτα. του Ποσειδώνα τότε αυτού ταύρων πολλά μερία εκάψαμε, ότι πέλαγος μέγα είχαμε μετρήσει• τέταρτ' ημέρα, οι σύντροφοι Διομήδη του ιπποδάμου 180τα νερά τ' Άργους έστησαν τα ισόμετρα καράβια. κατά την Πύλο αρμένιζα εγώ και άκοπα εφύσα, ως τον πρωτόστειλε ο θεός, ο άνεμος ο πρύμος. ιδού πώς ήλθ' ανήξερος, παιδί μου, ουδέ γνωρίζω των Αχαιών ποιοι χάθηκαν, και ποιοι πάλι εσωθήκαν• 185 αλλ' όσα εδώ καθήμενοςτα μέγαρά μου ακούω, ως πρέπει, θέλει σου τα ειπώ, χωρίς το ουδέν να κρύψω• λέγουν πως εκαλόφθασαν οι ανδρείοι Μυρμιδόνες, 'που του υψηλόφρονα Αχιλληά ωδήγα ο λαμπρός γόνος• καλά και ο υιός του Ποίαντα, ο ένδοξος Φιλοκτήτης• 190 και όλους τους άνδραις έμπασετην Κρήτη ο Ιδομενέας, όσους τ' άφησε ο πόλεμος• τα κύμα δεν του επήρε. για τον Ατρείδη εμάθετε και σεις, μακράν 'που είσθε, πώς ήλθε, πώς ελεεινό του ετοίμασε το τέλος ο Αίγισθος• αλλά τρομερά το πλέρωσε εκείνος. 195 τόσον αξίζει ένα παιδί ν' αφίνη ο απεθαμένος, ως βλέπεις 'που τον Αίγισθον εκείνος εκδικήθη, τον δόλιο, 'που του 'φόνευσε τον ένδοξον πατέρα.

ΜΗΤ. Και δεν είνε αλήθεια ότι εφίλησες τον Λαμπρίαν και τον αγκάλιασες καθισμένη δίπλα του; Γιατί δεν μιλάς; Αν τώκαμες αυτό είσαι ασυγχώρητη. ΦΙΛ. Ήθελα να εκδικηθώ και να τον πικράνω όπως μ' επίκρανε. ΜΗΤ. Έπειτα ούτε εκοιμήθης μαζή του, αλλά ετραγουδούσες, ενώ αυτός έκλαιε.

Να έχης δε υπ' όψιν ότι θα θεωρηθή ως ο δέκατος τρίτος και όχι ο μικρότερος άθλος σου αυτός, αν φονεύσης και εξαφανίσης τα θηρία εκείνα τα τόσον αισχρά και αναίσχυντα. ΗΡΑΚΛ. Θα επροτιμούσα, πατέρα, να καθαρίσω εκ νέου την κόπρον του Αυγείου παρά να πολεμήσω με αυτούς. Αλλ' αφού το θέλεις, πηγαίνωμεν. ΦΙΛ. Κ' εγώ δεν έχω καμμίαν διάθεσιν να επιστρέψω, αλλ' αφού το θέλει ο πατέρας, υπακούω.

εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Αχ,! οι θεοί, φίλ' Εύμαιε, τ' όνειδος να κτυπούσαν οπ' ενεργούν τούτ' οι ασεβείς παράνομοι και αυθάδεις 170το ξένο σπίτι, κ' εντροπής μέρος ποσώς δεν έχουν».

Και απάντησε ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης• 210 «Φίλ', επειδή μου ενθύμισες το πράγμ' αυτό και μου 'πες, λέγουν 'που την μητέρα σου πολλοί ζητούν μνηστήρες, και σπίτι σου σε τυρανούν, πολλ' άνομα οργανίζουν. το θέλεις και δαμάζεσαι, λέγε μου, ή σ' έχει μίσος ο λαός όλος, του θεού φωνήν ακολουθώντας; 215 ποιος ξεύρει μη την βία τους πλερώση αυτός μίαν ώρα, μόνος, ή από τους Αχαιούς συνωδευμένος όλους; ότι αν σε θέλει ν' αγαπά η γλαυκομμάτ' Αθήνη, τόσ', όσο για τον ένδοξο πονούσεν Οδυσσέα, 'ς την Τροίαν, όπ' οι Αχαιοί είχαμε μύρια πάθη,— 220 θεόν δεν είδα φανερά να δείξη την αγάπη, ως φανερά την έδειχνεν η Αθήνητο πλευρό του,— αν σ' όμοια θέλει ν' αγαπά και να πονή για σένα, τότε απ' αυτούς πολλοί, θαρρώ, τον γάμο θ' αστοχήσουν».

ΦΙΛ. Τα ήκουσεν από τον Διόνικον τον ιατρόν, ως έλεγε. Ο Διόνικος μου φαίνεται ότι ήτον εις το δείπνον. ΛΥΚ. Βέβαια• και αυτός όμως δεν ήτο από την αρχήν, αλλ' έφθασεν εις το μέσον περίπου της μάχης, ολίγον προ των τραυματισμών, ώστε αμφιβάλλω αν ηδύνατο να διηγηθή ακριβώς πώς έγιναν τα πράγματα, αφού δεν τα παρηκολούθησεν αφ' ης στιγμής ήρχισεν η φιλονεικία έως ότου ετελείωσεν εις το αίμα.

ΕΡΜ. Ας πηγαίνωμεν διά να προφθάσωμεν να τιμωρήσωμεν τουλάχιστον μερικούς σήμερον. Αλλά πού πρέπει να διευθυνθώμεν; Συ, Φιλοσοφία, γνωρίζεις πού θα τους εύρωμεν. Βέβαια εις την Ελλάδα. ΦΙΛ. Όχι Ερμή, εκεί είνε πολύ ολίγοι και αυτοί είνε από τους καλούς φιλοσόφους.

Χωριστά δε ωδηγούντο οι πλούσιοι και οι τοκογλύφοι, ωχροί και προγάστορες και χωλαίνοντες από ποδάγραν, δεσμευμένοι έκαστος με κλοιόν και κόρακα βάρους δύο ταλάντων. Σταματήσαντες λοιπόν ημείς εβλέπαμεν τα γινόμενα και ηκούαμεν τας απολογίας. Ως κατήγοροι δε παρίσταντο παράδοξοι και πρωτοφανείς ρήτορες. ΦΙΛ. Δηλαδή ποίοι ήσαν αυτοί; Θέλω να το μάθω και αυτό.

ΑΛΕΞ. Ουδ' εγώ το ηγνόουν, πατέρα, ότι ήμουν υιός Φιλίππου του Αμύντου, αλλά παρεδέχθην το μάντευμα διότι το ενόμιζα ότι ήτο χρήσιμον εις τους σκοπούς μου. ΦΙΛ. Τι λέγεις; Σου εφαίνετο χρήσιμον ν' αφίνης να σε εξαπατούν οι προφήται;

Λέξη Της Ημέρας

βουλιάξω

Άλλοι Ψάχνουν