Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025
Χασονούσης θυμώνει εκείνος δίνει του μια μπάτσα και στραβώνει τη σαγώνα του. Και ρίχνεται πάλι στο κρασί ο γέρος· ρίχνονται τα δυο παιδιά· ρίχνεται και ο ανεψιός για να ξεχάση τον πόνο του. Ρούφα — ρούφα τ' αδειάζουν τα βαγένια. Αδειάζουν τα βαγένια, τυλώνουν τα στομάχια τους, σκοτίζουν τον νου τους. Αρχίζουν τα τραγούδια· πιάνουν τον χορό.
Ψωμί έχομε ολίγο . . . δεν θα μας φτάση. Πάρε ένα καρβέλι . . . λίγο τυρί και κρασί. — Δεν βράζεις καμπόσα αυγά λέω εγώ; Τι θα τα κάμης που τα κρύβεις; — Και τη λαμπρή τι θα βάψωμε; Έλα, έλα, σήκω. — Πώς βαρηέμαι, καϋμένη! απήντησεν ο Δημήτρης, διατείνων εις ύψος τους βραχίονας. — Βαρηέσαι; γιατί τάχα γεινήκαμε πλούσιοι, βαρηέσαι; — Πλούσιοι! αμή δε γενήκαμε πλούσιοι!
Ραψωδία I Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας• «Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε, τω όντι τούτο είν' εύμορφο, τέτοιον αοιδόν ν' ακούης, ως είναι αυτός, 'που των θεών εις την φωνήν ομοιάζει. ότι δεν βλέπω 'ς την ζωή τερπνότερ' άλλο τέλος, 5 παρ' όταν όλος ο λαός 'ς την ευφροσύνη πλέει, και τον αοιδόν 'ς τα δώματα ακούν οι καλεσμένοι αραδικώς καθήμενοι, με τράπεζαις γεμάταις τον άρτον και τα κρέατα, και απ' τον κρατήρα παίρνει ο κεραστής κρασί γλυκό και 'ς τα ποτήρια χύνει• 10 απ' όλα τ' ωραιότερον ότ' είναι αυτό λογιάζω. αλλά τα πολυστένακτα κακά μου να ερευνήσης σου 'πε η ψυχή σου, όπως εγώ βαρύτερα στενάζω. τώρα τι πρώτο, τ' ύστερον εγώ να σου ιστορίσω; ότ' οι επουράνιοι θεοί κακά πολλά μου δώσαν. 15 και πρώτα θα ειπώ τ' όνομα, όπως και σεις ακόμη το μάθετε, και όπως εγώ, τον χάρο αν ξεφύγω, φίλος σας μένω ξενικός, και πέρ' αν κατοικάω. εγώ 'μαι ο δολομήχανος Λαερτιάδης Οδυσσέας, και από την γη 'ς τους ουρανούς η δόξα μου έχει φθάσει. 20 και κατοικώ την ηλιακήν Ιθάκη, 'π' όρος έχει μεγάλο κινησίφυλλο, το Νήριτο, και γύρω νησιά πολλά, και σύνεγγυς το 'να με τ' άλλο, υπάρχουν, Δουλίχιο, Σάμη, Ζάκυνθος η πολυδενδρωμένη• κείνη 'ς το πέλαο χαμηλή βαθειά την δύσι βλέπει, 25 και όλαις η άλλαις χωριστά προς της αυγής τα μέρη• πετρώδης, αλλ' ανδρών καλή βυζάστρα• κ' εγώ άλλο πράγμα δεν δύναμαι να ιδώ γλυκότερο απ' την γην μου. και ιδές, μ' εκράτ' η Καλυψώ, σεπτή θεά, μεγάλη, 'ς τα κοίλα σπήλαια, και άνδρας της επόθει να της ήμαι• 30 όμοια και η Κίρκη εκράτει με, η δολερή Αιαία, 'ς τα μέγαρά της, και άνδρας της επόθει να της ήμαι• αλλά ποτέ δεν έπεισαν 'ς τα στήθη την ψυχή μου. αχ! τίποτε γλυκότερο δεν έχει απ' την πατρίδα και απ' τους γονείς ο άνθρωπος, και σπίτι ευτυχισμένο 35 εις ξένην γην αν κατοικεί μακράν απ' τους γονείς του. τώρ' άκουσε το θλιβερό ταξείδι, 'που εις εμένα, ως απ' την Τροίαν έγερνα, διώρισεν ο Δίας.
Οι κυράδες του ήταν στην εκκλησία και πήγε να τις βρει, αλλά βρέθηκε χωρίς να το θέλει ανάμεσα στον ντον Πρέντου, τον Μιλέζο και τον Τζατσίντο, μπροστά σε κάποιον που πουλούσε κρασί και ξαφνικά είδε τρία κίτρινα ποτήρια μπροστά στο πρόσωπό του. «Πιες, βλάκα!» «Για μένα είναι νωρίς.» «Ποτέ δεν είναι νωρίς για έναν άντρα γερό. Ή μήπως είσαι άρρωστος;»
Τότε ο Πηλιάς μες στης αβλής τον πυργοφράχτη μπούτια έψαινε πρόσπαχα βοδιών στο βροντορήχτη Δία, κι' ένα ποτήρι ολόχρυσο στα χέρια του κρατώντας, ξανθό κρασί σαν ψαίνουνταν τα μπούτια περεχούσε. 775 Κι' εσείς το κριάς φροντίζατε, μα στη μπασιά να! οι διο μας σταθήκαμε.
Αλλά σε κάθε ώρα και σε κάθε τόπο, καθένας δε μπορεί να ιδή πώς τους ζαλίζει ο πόθος, πώς τους σφίγγει, και ξεχειλίζει από της αισθήσεις τους όπως το καινούργιο κρασί ξεχειλίζει από το βαρέλι; Ήδη οι τέσσερες προδότες της αυλής, που μισούσαν τον Τριστάνο για τα κατορθώματά του, τριγυρίζουν τη Βασίλισσα. Γνωρίζουν κι' όλα το μυστικό των ωραίων ερώτων της. Καίγονται από επιθυμία, μίσος, και χαρά.
Θ' ΓΥΝΗ Γιατί, παρακαλώ; γιατί; δεν πίνουν στη Βουλή κι' αυτοί; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Είσαι βεβαία; πίνουνε μέσ' στη Βουλή που πάνε; Θ' ΓΥΝΗ Κι' απ' το καλήτερο κρασί, μα τη θεά, ρουφάνε• γι' αυτό κ' η κάθ' απόφασι, που απ' τη Βουλή μας βγαίνει όταν μεθούν, είνε κι' αυτή σαν τούτους μεθυσμένη. Ώ, μα τον Δία το θεό, ρουφάνε, σου το βεβαιώ. ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Τράβα και κάτσε κάτω συ! Είσαι κολοκυθένια!
Ω κυρά μου, είπε εκείνος, «πώς θες να σας αφήσω στην κατάσταση που βρίσκομαι; Τι με το κρασί που ήπια και με την ευχαρίστηση του να σας βλέπω, δεν θα βρω τον δρόμο για το σπίτι μου. Άστε με να μείνω εδώ μέχρι το πρωί, και όταν ξανάρθω στα καλά μου, θα φύγω όποτε θέλετε.» Άσε τον να μείνει είπε η Αμινά, που και πριν του είχε φερθεί φιλικά. Είναι δίκαιο, μια που μας διασκέδασε τόσο πολύ.
Και το σπίτι μου, τ' αρχοντικό μου ψήλωνε και θέριευε των φτωχών κυβέρνια, των φίλων παίνεμα και φτόνος των οχτρών. Κ' εγώ δεν έπαυα ν' αποζητώ το ριζικάρη, τον καλό μας άγγελο, του σπιτιού μας το στοιχειό. Τον ζήτησα στα κατώγεια και στ' ανώγεια, μέρα και νύχτα τον έκραζα. Μα δεν καταδέχτηκε ναρθή να μου μιλήση, νιο να ρίξη κρασί στο ποτήρι της χαράς μου.
ΠΥΡΓΓΟΝ Αφού εκηρύχθητε επαναστάτης κατά των φαρμάκων που σας διέταξα . . . ΑΡΓΓΑΝ Α! καθόλου. κ. ΠΥΡΓΓΟΝ Σας λέγω ότι σας εγκαταλείπω στην ελεεινή κράσι σας, στη δυσκρασία των σπλάχνων σας, στην αλλοίωσι του αίματός σας, στη δριμύτητα της χολής σας και στην υποστάθμη των χυμών σας. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Θα κάνετε πολύ καλά. ΑΡΓΓΑΝ Θεέ μου! κ.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν