Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025


Μαθαίνουν στο κρασί τα λόγια και τους σκοπούς που θα βάλη αργάγλήγορα στο χείλη των γλεντζέδων. Εκεί ψηλά που την ξόρισε η απονιά του Χαγάνου κ' η περιφρόνηση του Ευμορφόπουλου, τίποτ' άλλο δε φυτρώνει από το κλήμα. Φύτρωσε απομοναχό του κ' η Ελπίδα με τους Μαλαματένιους το καλλιέργησαν. Ένα κλήμα ήταν και τώρα δασοφύτρωσε. Κάνει σταφύλι ραζακί και το κρασί μοσκάτο.

Και σαν τους είδε, χάρηκε ο πρωτοκαπετάνιος, 255 κι αμέσως είπε φιλικά του Δομενιά δυο λόγια «Εσένα απ' όλους, Δομενιά, τους Αχαιούς πιο πρώτα στον πόλεμο εγώ σε τιμώ και στις δουλιές τις άλλες, και στο τραπέζι όταν κρασί αρχοντικό φλογάτο οι προεστοί νερώνουμε μες στο βαθύ κροντήρι. 260 Ναι μεν, κι' οι άλλοι πρόκριτοι θα πιουν το ταχτικό τους, μα εσένα πάντα ξέχειλο σου στέκει το ποτήρι, σαν το δικό μου, για να πιεις άμα ορεχτεί η καρδιά σου.

Τράβηξε το κρασί και κίνησε να φύγη, ξαναλέγοντας: — «Και του χρόνου τα Χριστούγεννα... και του χρόνου με τον άντρα σου εσύ, με τον πατέρα σου και με μια καλή νύφη εσύ... εκείνη ντε με τα κατσαρά μαλλιά.... τη γειτονοπούλα που ξέρεις....

Κι όταν άρχιζε το χυνόπωρο και το σταφύλι ήτανε στον καιρό του, κουρσάροι από την Τύρο με τρεχαντήρι Καρικό, για να μη φαίνουνται βάρβαροι, έπιασαν στην εξοχή αυτή· και βγαίνοντας με σπάθες και μισοθωράκια, διαγούμισαν όλα όσα βρήκαν εμπρός τους· κρασί μοσκάτο, στάρι μπόλικο, κερήθρες· άρπαξαν κι από το κοπάδι του Δόρκωνα μερικά βόιδια. Πιάνουν και το Δάφνη, που τριγυρνούσε κοντά στη θάλασσα.

Αυτά 'πα και στενάζοντας μου απάντησεν εκείνος• «ωιμένα, ιδές πώς παλαιά ρήματα θεία μ' ηύραν• ήτο εδώ μάντις άλλοτε, άνδρας καλός, μεγάλος, ο Ευρυμίδης Τήλεμος, 'ς την μαντικήν ο πρώτος, 'που εγέρασε μαντεύονταςτην μέση των Κυκλώπων• 510 τούτα όλα εκείνος μώλεγε 'που θα γενούν μια μέρα, ότι θα χάσω εγώ το φως από τον Οδυσσέα. αλλ' άνδρας ότι θάρχονταν πάντότ' εγώ θαρρούσα τρανός, καλός, με δύναμι μεγάλην ενδυμένος• τώρα μικρό, και ουτιδανόν, αδύναμο ανθρωπάκι 515 με το κρασί μ' εδάμασε κ' έπειτα ετύφλωσέ με. αλλ', Οδυσσέα, σίμωσε, να σε φιλοξενήσω, και να σου κάμω προβοδόν τον μέγαν κοσμοσείστη• ότ' είμ' εκείνου εγώ παιδί• πατέρας μου καυχιέται• κ' εμέ θα γιάνη, αν θέλη, αυτός ουδέ κανένας άλλος 520 των μακαρίων των θεών ή των θνητών ανθρώπων».

ΛΟΓ. Πολλού λέγειςου γαρ εγευσάμην τοσούτου. ΞΕΝ. Εν ηξέρω αν ήφαγες πολύ, ή λίγο· στη λίσταν τόσον είν' περασμένο. ΛΟΓ. Υπερηρίθμηκας παραλογισάμενος. ΑΝΑΤ. Ιστέκαίπγιαμε ημείς τόσο κρασί για; ΞΕΝ. Κ' εν ίπγετεν διαβόντρου γυοί, και μεθύσετεν, κ' ηκάμετεν τόσα κουζουλά πράγματα, κ' ησβύσετεν κι' εμένα τον κακόσορτο;

Διέταξε να φέρουν ψωμί και κρασί και είπε προς τον υπηρέτη να πάη να φάγη και εκάθησε για να γράψη. «Επέρασαν από τα χέρια σου, τα καθάρισες από τη σκόνη, τα φιλώ χίλιες φορές, συ τα άγγιξες και συ πνεύμα του ουρανού εννοείς την απόφασή μου, και συ, Καρολίνα, μου δίνεις το όπλο, συ, από τα χέρια της οποίας επιθυμούσα να δεχθώ το θάνατο, και, αχ! τώρα τον δέχουμαι. Ω, εξέτασα τον υπηρέτη μου.

Ναι, κρασί γιατί εκάηκ' ο λάρυγγάς μου απ' το τραγούδι! επανέλαβεν ο Άι-Δημήτρης. Και όλοι μετά προθυμίας διακόψαντες το τραγούδι των έτρεξαν εις το βαρέλι, ως κατά τα Ιουλιακά καύματα οι βούβαλοι όταν αισθανθούν πλησίον των νερό. Αλλ' εστάθησαν αίφνης έκπληκτοι.

Κι' απ' τη δουλειά σαν έπαυσαν, κ' ετοίμασαν τραπέζι, Έτρωγαν· τίποτ' η καρδιά φαγ' ίσιο δεν στερηούνταν. Λοιπόν αφού απ' το πιοτό, και φαγητό χορτάσαν, Κρασί κρατήρας γέμισαν οι νέοι ως τα χείλη· Και αρχινώντας μοίρασαν εις όλους με ποτήρια· Και τον θεόν ιλέωναν με ψάλσιμ' όλ' ημέρα, Παιάνα καλόν ψάλλοντας των Αχαιών οι νέοι· Με μελωδίαις, και χορούς τον Μακροχτύπ' υμνώντας.

«Τηλέμαχε', ουδ' ανόητος ουδ' άνανδρος κατόπι 270 θε να 'σαι, αν έχης στάλαγμα της πατρικής ανδρείας, όπως αυτός ήταν καλόςτα έργα καιστους λόγους• τότε δεν ματαιόνεται, θα γείνη, το ταξείδι• και αν γόνος κείνου δεν είσαι και της Πηνελοπείας, κανέν' απ' όσα επιθυμείς, θαρρώ, δεν θα τελειώσης• 275 ότ' είν' ολίγα τα παιδιά, 'που του πατρός ομοιάζουν, χειρότεροι 'ναι οι πλειότεροι, καλήτεροί 'ναι ολίγοι• και αφού δεν θα 'σαι ανόητος ούδ' άνανδρος κατόπι, ουδέ καθόλου σ' άφησε η γνώσι τ' Οδυσσέα, τα έργα τούτα πάντεχε 'που θα τα κατορθώσης. 280 για τούτο αψήφα την βουλή συ των μωρών μνηστήρων• γνώσι και νου δεν έχουσι, και δίκαιο δεν γνωρίζουν• δεν ξεύρουν 'που 'ναι τους κοντά ο θάνατος κ' η μαύρη μοίρα, 'π' όλους μονήμερα θα τους εξολοθρεύση• και το ταξείδι, οπού ζητείς, πολύ δεν θέλει αργήση• 285 φίλος σου εγώ 'μαι πατρικός και τέτοιος, 'που καράβι θα σου ετοιμάσω ογλήγορα, κ' εγώ μαζή σου θα 'λθω• αλλ' άμε συτο σπίτι σου, σμίγε με τους μνηστήραις, και ταις τροφαίς ετοίμασε και κλείσε ταις 'ς τ' αγγεία, εις ταις λαγήναις το κρασί, τ' αλεύρι, των ανθρώπων 290 μεδούλι, εις πυκνά δέρματα• και απ' τον λαόν συντρόφους θα πάρω θεληματικούς• κ' είναι πολλά καράβια εις της Ιθάκης το νησί, και παλαιά και νέα• το διαλεκτότερο απ' αυτά θα σου εύρω ν' αρματώσω, κ' ευθύς το ρίχνουμε έπειτατα διάπλατα πελάγη». 295

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν