Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025


ΒΛΕΠΥΡΟΣ Και των δικαστών το βήμα τι θα γίνη λες εσύ; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Θα γεμίζη από κρατήρες κι' από στάμνες με κρασί, και θα βάλω παιδαρέλια, που θα ψάλλουν με χαρά όλες της ανδραγαθίες καθενός παλληκαρά• έτσι από την ντροπή του, αν φανή κανείς δειλός, να μη έρχεται να τρώη. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Είν' ο λόγος σου καλός.

Συγχρόνως ηθέλησε να δώση το σύνηθες ρευστόν εις το πάσχον μωρόν. — Ποιος βήχει; ηκούσθη μία φωνή όπισθεν του μεσοτοίχου. Η γραία δεν απήντησεν. Ήτο Σάββατον εσπέρας, και ο γαμβρός της είχε πίει ένα ρακί παραπάνω, πριν δειπνήση· ομοίως είχε πίει μετά το δείπνον κ' ένα μεγάλο ποτήρι από λάκυρον κρασί, διά να ξεκουρασθή από τα μεροκάματα όλης της εβδομάδος.

ΑΜΛΕΤΟΣ Ο Βασιλέας δείπνον έχει οληνύκτα και μεθοκοπάει, φαρομανά, καιτον χορόν πηδά, γυρίζει· κ' ενώ ρουφά του Ρήνου το κρασί και πίνει, τον θρίαμβόν του διαλαλούν , καθώς ακούτε, τα τύμπανα και η σάλπιγγαις. ΟΡΑΤΙΟΣ Είναι συνήθεια;

Γιατί και πρώτοι τρέχετε στο μήνημά μου πάντα σαν τόχει και τοιμάζουμε των προεστών τραπέζι, όπου να τρώτε βρίσκετε σφαχτά καλοψημένα, 345 και πλόσκες με γλυκό κρασί να πίνετε όταν θέτε. Τώρα θα βλέπατε ήσυχοι κι' αν τάγματά μας δέκα πριν από σας με τα βαριά κοντάρια αν πολεμούσαν

Είπε και το γλυκύτατο κρασί συγκέρνα εκείνος, και εις όλους γύρω εμέρασε• κ' εκείθ' όπου καθίζαν των μακαρίων των θεών εσπόνδισαν εκείνοι• 55 μόνος τότ' εσηκώθηκεν ο θείος Οδυσσέας και δίκουπον επρόσφερε ποτήρι της Αρήτης, κ' εκείνην επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα• «Χαίρε μου, ω βασίλισσα, ολοζωής, ως νά 'λθη το γήρας και ο θάνατος, οπ' όλους περιμένουν• 60 αναχωρώ τώρα και συτο σπίτι τούτο χαίρου τα τέκνα, τον λαόν και τον Αλκίνοον βασιλέα».

Όλαις η νηαίς παντρεύονται και πέρνουν παληκάρια, κ' εγώ η Γιαννούλα η ώμορφη πήρα το μαραζιάρη. Σιμά του πάντα κάθομαι· του κρένω δεν μου κρένει· ψωμί του δίνω δεν το τρώει, κρασί και δεν το πίνει. Η κλαγγή της φωνής της, καίτοι δεν έχει πλέον την δρόσον της πρώτης νεότητος, έχει όμως σπάνιον αληθώς το κάλλος.

Μετά από τις πρώτες μπουκιές, η Αμινά έχυσε κρασί σε χρυσό κύπελλο. Πρώτα ήπιε αυτή, σύμφωνα με το Αραβικό έθιμο, και έπειτα το γέμισε για τις αδελφές της. Όταν ήρθε η σειρά του βαστάζου, φίλησε το χέρι της Αμινάς και μετά τραγούδησε ένα τραγούδι που αυτοσχεδίασε για να επαινέσει το κρασί.

Υποθέτω ότι δεν θα φύγεις αμέσως. Κάθισε, θέλω να σε ρωτήσω κάτι. Στεφάνα, κρασί!» Ο Έφις όμως απομάκρυνε το ποτήρι με μια χειρονομία αποστροφής. Τέρμα το κρασί, τέρμα οι κακές συνήθειες. Εδώ και δυο μήνες νήστευε και καμιά φορά, όταν διψούσε, δεν έπινε για εξιλασμό.

Αρίθμητ' άλογα και μουλάρια μαζί τους, να κουβαλήσουν το βιος από τα Σφακιά. Σφίγγει ένα κρασί εδώ πέρα ο Σφακιανός μ' άγριο χαμόγελο. — Πέρασαν κι από δω· μα δεν μας πείραξαν τότες. Καιρό δεν είχανε για σφαγή και για ρήμαξη. Στο γύρισμά τους όμως, στην άξαφνη εκείνη την μπόρα. . . .

Ο Χοπ-Φρωγκ εγέλασεν επίσης, αν και σιγαλά, και με ένα ύφος όλίγον αφηρημένον. — Εμπρός, εμπρός, είπεν ο βασιληάς με ανυπομονησία, δεν ευρίσκεις τίποτα να επινοήσης; — Προσπαθώ να εύρω κάτι το ανέκδοτον, απήντησεν ο νάνος με αφηρημένον ύφος, διότι ήτο τελείως ζαλισμένος από το κρασί. — Προσπαθείς, απήντησεν ο τύραννος με αγριότητα.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν