Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025


Είπ', εξεκίνησ' η θεά, γοργά και αυτός κατόπι• κ' έφθασαντην ομήγυρι, 'ς ταις έδραις των Πυλίων• 30 και αντάμ' αυτού με τους υιούς ο Νέστορας καθόνταν, και ολόγυρά του ευτρέπιζαν οι φίλοι την θυσία, και μέρος κρέατ' έψηναν και μέρος εσουβλίζαν. τους ξένους άμ' είδαν αυτοί, κίνησαν όλοι ομάδι, με ασπασμούς τους δέχθηκαν, τους είπαν να καθίσουν• 35 και πρώτος ο Πεισίστρατος πλησιάζει ο Νεστορίδης, τα χέρια σφίγγει και των δυο, 'ς την τράπεζα τους φέρει, και εις ταις προβιαίς ταις μαλακαίς, 'ς τον άμμο, τους καθίζει, του Θρασυμήδη, του αδελφού, και του πατρός, 'ς τη μέση. και από τα σπλάχνα δίδει τους μερίδαις και γεμίζει 40 χρυσό ποτήρι με κρασί, και χαιρετώντας λέγει της Αθηνάς, της θηγατρός του αιγιδοφόρου Δία•

Αυτά 'πε και όλοι εδέχθηκαν τον λόγον του και είπαν ο ξένος να προβοδηθή, ότ' είχε ορθά μιλήσει• και ο Αλκίνοος προς τον κήρυκα• «Ποντόνοε, συγκέρνα εις τον κρατήρα το κρασί και μέρασέ το εις όλους, 50 όπως, αφού κάμουμ' ευχαίς προς τον πατέρα Δία, τον ξένον προβοδήσουμετην γη την πατρική του».

Από ένα παράξενα γλυμμένο κιβώτιο, που η μητέρα του η Θέτις το είχε φέρει στο πλοίο του, ο αρχηγός των Μυρμιδόνων βγάζει τη μυστική κύλικα, που ανθρώπου χείλη ποτέ δεν την είχαν αγγίξει, και την καθαρίζει με θειάφι και με κρύο νερό την δροσίζει και πλένοντας τα χέρια του γεμίζει το γυαλισμένο της κοίλωμα με μαύρο κρασί και ραντίζει τη γη με το πηκτό αίμα του σταφυλιού προς τιμήν Εκείνου, που εις τη Δωδώνη προφήτες με γυμνά πόδια προσκυνούσαν, και προσεύχεται σ' Αυτόν, μη ξέροντας ότι του κάκου προσεύχεται κι ότι από τα χέρια δυο ιπποτών της Τροίας, του Ευφόρβου, του γυιού του Πανθέως, που τα τσουλούφια του με χρυσάφι ήταν θηλυκωμένα, και του γυιού του Πριάμου του λεοντόκαρδου, ο Πάτροκλος, των φίλων του ο φίλτατος, θα εύρισκε το μοιραίο τέλος.

Ο Δριμομιχελής έπινε χρόνια και μόνον όταν αρρώστησε έπαψε να πίνη. Τότε ησύχασε και το χωριό από τις βλαστήμιες και τις κακίες του. Το κρασί, που στους πολλούς φέρνει ευθυμία, χωρατά και τραγούδια, σαυτόν έφερνε νεύρα και θυμούς, βρισιές και βλαστήμιες.

Εγώ μπορεί να φέρω την Γκριζέντα στο σπίτι τους κι εκείνη θα τις βοηθάει. Είναι πλέον γριές. Εγώ θα δουλεύω. Θα πάω στο Νούορο, θα αγοράσω τυρί, ζώα, μαλλί, κρασί, ακόμη και ξύλα, ναι, επειδή τώρα, με τον πόλεμο, όλα τα πράγματα έχουν αξία. Θα πάω στη Ρώμη και θα πουλήσω το εμπόρευμα στο Υπουργείο Πολέμου. Ξέρεις πόσα θα κερδίσω;» «Ναι, αλλά το κεφάλαιο;» «Μην το σκέφτεσαι, το έχω.

Και αφού ετελειώσαμεν, ο γέρων κάνοντας κέφι από το κρασί που έπιαμεν, άρχισε να λαλή ένα τζιβούρι που κοντά του είχε, εις τρόπον που δεν ήξευρε τι έκανε. Και με όλον τούτο εγώ διά να τον κολακεύσω, τον επαίνεσα πως το ελαλούσε με μεγάλην τέχνην.

Και από τον ενθουσιασμόν του εφώναζε την νοικοκυράν του να φέρη κρασί, καρύδια, αμύγδαλα, ό,τι καλόν είχαν στα πιθάρια, Επειδή δε ήτο θησαυρός ανεκδότων, ενίοτε παρατόλμων, διηγήθη και το αρμόζον εις την προκειμένη περίστασιν. Κάποιος μια φορά, διά να σώση το γυιό του από κακές συναναστροφές, αποφάσισε να τον αναθρέψη μακράν από τους ανθρώπους σένα έρημο πύργο.

Ο Κακαμπός, που έχυνε κρασί σ' έναν απ' αυτούς τους έξι ξένους, πλησίασε στ' αυτί του αφέντη του, κατά το τέλος του δείπνου, και τούπε: — Η Μεγαλειότητά σας ημπορεί ν' αναχωρήση όποτε θέλη, το καράβι είναι έτοιμο. Αφού είπε αυτές τις λέξεις, βγήκε έξω.

Είδαν οι σκύλ' οι αλυκτικοί ξάφνου τον Οδυσσέα• του χύθηκαν γαυγίζοντας• τότε με γνώσι χάμου 30 κάθισε αυτός και του 'πεσε το ρόπαλο απ' το χέρι. τότ' άσχημα θα πάθαινετην θύρα της αυλής του, αλλ' ώρμησε γοργότατα κατόπι ο χοιροτρόφοςτα πρόθυρο, και του 'πεσε το δέρμ' από το χέρι• και με φοβέραις τα σκυλιά και με πυκνά λιθάρια 35 εσκόρπισε, και ωμίλησε κατόπι του κυρίου• «Αχ! απ' ολίγο, γέροντα, σ' αφάνιζαν οι σκύλοι έξαφνα, και όνειδος πολύ θε να 'χα εξ αφορμής σου. και άλλα οι θεοί παθήματα και στεναγμούς μου δώσαν• κύριον ισόθεον είχα εγώ, και ολοκαιρίς τον κλαίω 40 εδώ, και εις άλλους κουναρώ τα ολόπαχα θρεφτάρια, αυτοί να τρώγουν, και τροφής ωστόσο στερημένος εις πολιτείαις δέρνεται ανθρώπων αλλοφώνων κείνος, αν ήναιτην ζωή, του ήλιου το φως αν βλέπη. αλλ' ακολούθα, γέροντα, να πάμε εις την καλύβα, 45 και άμ' ευφρανθής εις το φαγί και εις το κρασί, κατόπι οπόθεν είσαι να μου ειπής και όσά 'χεις παθημένα».

Έφτασε να μου πει: με τα λεφτά σου, εάν έχεις, αγόρασε άλλο ένα ακορντεόν στην Γκριζέντα. Είναι κακό, Έφις, που πηγαίνω στο σπίτι εκείνης της κοπέλας; Πού αλλού να πάω; Ο θείος Πιέτρο με πηγαίνει στο καπηλειό, αλλά εμένα δεν μου αρέσει το κρασί, το ξέρεις. Πάω εκεί, στο σπίτι της κοπέλας, επειδή είναι καλή και η γριά λέει διασκεδαστικά πράγματα. Πού είναι το κακό; Πες μου, πες μου

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν