Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025


Είναι, φίλε μου, να τη βλέπης αυτή την εκκλησιά και να ραγίζ' η καρδιά σου, γιατί στον κόσμο δε στάθηκε απ' αυτή πιο τρομερώτερη ειρωνεία. Οι κλασικοί μας οι προγόνοι είχαν αμέτρητα «τεμένη» της Αφροδίτης, του Βάκχου, της Αθηνάς, γιατί τ' αγαπούσανε και τα τρία· και τη γυναίκα, και το κρασί, και τη γνώση.

Κι' ακολουθούσε από κοντά συγκρατούμενη η λεβεντιά των χωριών, αντρειωμένοι παλληκαράδες και ροδοπρόσωποι, που τους τραγουδούσαν· γιατ' οι Αρβανίτες δεν ήξεραν τα ρωμέικα τραγούδια να ειπούν, και το χορό πώσερναν, τον έσερναν κι αυτόν μηχανικά κι όπως ήθελαν. Κ' έφερνε κάθε τόσο τους γύρους της από στόμα σε στόμα η πλόσκα με το κρασί, σα να χόρευε κι αυτή ανάμεσα στους πανηγυριστάδες.

Φέροντας το κρασί, η Δηλαρά εγέμισεν ένα ποτήρι, και το δίδει του σκλάβου, έπειτα του λέγει· πίε εις υγείαν μου. Ο βασιλεύς φιλώντας το χέρι της, που εκρατούσε το ποτήρι, το επήρε και το έπιεν εις υγείαν της. Η Δηλαρά γεμίζοντας άλλο ένα ποτήρι, λέγει προς τον Κουλούφ διά να τον πειράξη· το πίνω ετούτο εις την υγείαν εκείνης που αγαπάς, ήγουν της ωραίας Γουλεδάμ, αγαπητικής του βασιλέως σου.

Έπιναν, καθισμένοι στο ήσυχο δωμάτιο του ισογείου, με τα πόδια σταυρωμένα και τον αγκώνα στην άκρη του τραπεζιού. Και οι δυο, ο χοντρός και ο λεπτός, έμοιαζαν ικανοποιημένοι από τη ζωή. «Πιες, πιες!», είπαν και οι δυο προσφέροντας στον Τζατσίντο το κρασί τους, αλλά εκείνος αποποιήθηκε και τα δυο ποτήρια. «Άρρωστος είσαι; Γιατί δεν πίνεις;» «Άρρωστος είμαι, ναι»

Γύρω μου να στέκουν μούτρα χαρωπά, όχι σκέπαις, μαύρα, και κραυγαί οδύνης, να μην έλθη ράσο και για 'με παπά, κι' ούτ' ο Αναγνώστης της Αγιάς Ειρήνης. Να με παν οι φίλοι έξω 'στα θυμάρια με κρασί και μπύρα όλοι των κουρούνα, και αντί παπάδων θλιβερά τροπάρια την &Μασκότ& να ψάλλουν και την &Παπαρούνα&.

Γεια σου, γέρο, είπε το Φλάουτο, ένα παλιόπαιδο αμούστακο και αδιάντροπο, πειράζοντας το γέρο. Το Μπουζούκι και το Βιολί, δύο μεσόκοποι χλωμοί και κομμένοι από το ξενύχτι και το κρασί, πάσχιζαν να πάρουν κανέναν ύπνο, ακουμπώντας με χασμουρητά στην τεντωμένη σκότα. — Γεια σου, γερωμπαμπαλή! ξαναφώναξε το Φλάουτο. Καλά κουμαντάρεις. Βάρδα μονάχα μη τσακίσης την ξέρα...

Κι' αφτοί προχώρησαν, μπροστά ο θεϊκός Δυσσέας, κι' ομπρός του στάθηκαν. Έτσι είπε, και τους έφερε πιο μέσα στην καλύβα και στα σκαμνιά τους κάθισε και τ' άλικά του πέφκια, 200 κι' εφτύς γυρνάει κι' εκεί κοντά φωνάζει του Πατρόκλου «Βάλε εδώ ομπρός μας, Πάτροκλε, κροντήρι πιο μεγάλο, άσ 'το έτσι το κρασί πιο αγνό, δώσε ολωνών ποτήρια· φίλους ξενίζει η στέγη μου τους πιο λαχταρισμένους

Είπε το κλήμα στον τράγο, που τώτρωγε: «Κιως τη ρίζα να με φας, πάλι θα βλαστήσω και θα δώσω το κρασί να χαροκοπήσουν κείνοι που θα σε βάλουνε στη σούβλα. Λίγα χρόνια προ του 1821 στο Κράσι της Πεδιάδας. Ο Σιφογιάννης βγήκε από το σπίτι του κιαπό πίσω η γυναίκα του φάνηκε στην πόρτα και τούπε: — Καλιά 'χα 'γώ να μην πας, η μέρα πούνε. — Μα δε θα κάμω δα κιαμμιά δουλειά, ευλοημένη.

Ποιος βλέπει το ρουμπίνι του και δε θαμπώνεται; Ποιος το βάνει στα χείλη και δεν ανασταίνεται; Μα τήρα τι οργή Θεού! Το κρασί λίγοι το ξέρουν στο χωριό κι ακόμα λιγώτεροι το πίνουν. Αν ήταν ξύδι θ' ανέβαιναν να το πιουν και ν' ακριβοπληρώσουν. Για τούτο, τίποτα. Η Ελπίδα το τρυγά, το ρίχνει στα βαρέλια της και προσμένει ολοχρονικής τους γλεντζέδες. Μα δεν έρχεται κανείς.

Πάντα χαρούμενοι! Στην υγειά σας! Συμπεθέρα Ξαθή! καλή λευθεριά! Στην υγειά σας! Πάντα χαρούμενοι! Πάντα με το καλό! Και ανάλογος προς το πρόσωπον υπήρξεν η πόσις. Αλλά και ο Φταμηνίτης ηθέλησε να προπίη κατ' άλλον όμως στενώτερον τρόπον· ηθέλησε να &βρη& την γυναίκα του, και ηνάγκασεν αυτήν ν' απαντήση εις το πρόσωπον: — Μπρομ! — Πιέ κη δο μ'! — Με κρασί! — Καλώς τ'ν αγάπη μ' τη χρυσή!

Λέξη Της Ημέρας

βουλιάξω

Άλλοι Ψάχνουν