Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025


Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, και ο περιπόθητος υιός του θείου Οδυσσέα, Τηλέμαχος, τα εύμορφα σανδάλια του εποδέθη, λόγχην εφούκτωσε βαρειά, και, ως ήταν κινημένος να πάητην πόλιν, έλεγε προς τον χοιροβοσκόν του• 5 «'Στην πόλιν αποφάσισα να υπάγω, γέροντά μου, όπως η μάννα μου με ιδή• γιατί δεν θέλει παύση πικρά να κλαίη, να θρηνή, να βαρυαναστενάζη, πριν ή με ιδούν τα μάτια της• και σε το εξής προστάζω• τούτον τον ξένον άμοιροντην πόλι θα οδηγήσης, 10 κει να ζητεύη• του πτωχού θα δώσ' όποιος θελήση χαψιά ψωμί, ρουφιά κρασί• και ως προς εμέ, να τρέφω κάθ' άνθρωπον δεν δύναμαι, με τόσα πάθη 'πώχω. κ' εάν ο ξένος χολευθή, χειρότερα θα πάθη• και την αλήθεια καθαρά μ' αρέγει να προφέρω». 15

Δίχως το λοστό στους γοφούς της, δίχως το φουρνέλο στην πέτρα της καρδιάς της, δίχως τον αθάνατον αχό τους, συλλογιέται πόσο θα ήταν στείρα, βαρειά απ' την άνεργην ενέργεια και την άκαρπην ωμμορφιά ρωτώντας για το σκοπό της χωρίς να τον μάθη . ..

Πατέρα, πού 'νε το ψωμί; εφώνησεν έν των πεινώντων παιδίων, προστρέχον ευθύμως εις απάντησιν του πατρός του. — Ψω . . μί; Νά! απήντησε βαναύσως ο μέθυσος, και πριν ή προφθάση η μήτηρ να κρατήση την χείρα του, κατέπεσεν αύτη βαρεία επί της παρειάς του παιδός. Το μικρόν εκυλίσθη χαμαί ολολύζον, ο δε Δημήτρης κατέπεσε μετ' ολίγον βαρύς εις την κλίνην του, όπου απεκοιμήθη.

Σα βάνης την αρματωσιά και τη βαρειά φλοκάτα, να μην ξεχνάς της μάννας σου την τρύπια τη σεγκούνα. — Όχι, μάννα μ'! .. , όχι, μάννα μ'! ... Ανήσυχα η Μητροκούλενα ζητούσε την αλησμονιά κ' η κόρη πρόθυμα την υποσχότανε. Η μια την ήθελε ακοίμητη, νευρική· η άλλη την έδινε απεριόριστη, αποκλειστική, αιώνια. Η μια ζητιάνευε κ' η άλλη σπαταλούσε.

Ενώ ετοιμάζομαι διά το λουτρόν, έρχονται εις την ακοήν μου τα λεγόμενα υπό των ευρισκομένων εις τας γειτονικάς μπανιέρας και ο συγκεχυμένος θόρυβος των ευρισκομένων ήδη εις την θάλασσαν, τον οποίον διακόπτουν από καιρού εις καιρόν οι δούποι των πιπτόντων εις το νερόν. — Γιάννη! φωνάζει δεξιά μία βαρεία φωνή. — Τι θες; Είσαι έτοιμος; — Είμαι έτοιμος, αλλά... φοβούμαι να πέσω. — Τι φοβάσαι;

Και σαλτάρησε στον άμμο. Η βάρκα είχε ζυγώσει. Έτρεξαν κ' οι άλλοι από πίσω. — Καλώς ωρίσατε! Τι τρέχει μαθές! — Τον καπετάνιο έχουμε ανήμπορο... ακούστηκε μια φωνή από τη βάρκα. — Βαρειά; ρώτησε πάλι ο Μελιγκόνης. — Δεν είνε τίποτα! αποκρίθηκε μασσημένα μια φωνή από τη βάρκα. Μη σκιάζεσθε. Κρύωσε και πιάστηκαν τα πόδια του μαθές. Ο Μελιγκόνης ησύχασε. — Δόξα νάχη ο Θεός! Περαστικά ας είνε.

Η ταλαίπωρος Σεμίρα εκοιμάτο, ως φαίνεται, την φοράν ταύτην με τα σωστά της. Η βαρεία ράβδος υψώθη και κατέπεσεν επί του μαλακού και αναπάλλοντος αυτής σώματος άπαξ, δις, πλειστάκις, απειράκις, ως κόπανος πλυντρίας. Μόνον κατά την τελευταίαν στιγμήν ηκούσθη έν ήσυχον μιάου μιάου. Αλλά τούτο εφαίνετο καταβαίνον εξ ύψους.

Ο ήχος είναι βαρύς, αν η κίνησις είναι βαρεία, οξύς, αν ταχεία, ομαλός και λείος, αν είναι ομοιόμορφος, τουναντίον δε τραχύς κ. λ. Τοιούτον είναι το σύμπαν υπό την έποψιν της ανάγκης. Ο Πλάτων νυν επανέρχεται εις την γένεσιν της ψυχής του ανθρώπου.

Τον εθέριζε άγρια πείνα Και δεν έχει άλλο ψωμί... 'Σ το σακκί του μέν' η σφήνα Τ' Αστραπόγιανου ξερή. 'Σ ταχαμνά τα δάχτυλά του Την επήρε μια φορά.. Θολωμέν' είν' η ματιά του Και τα χείλη του ανοιχτά. Όλος έτρεμε... 'ς το στόμα Την εζύγωσε σκιαχτά... Δεν αμάρτησε, όχι, ακόμα... Αναστέναξε βαρειά. Με μιας τώφυγ' ένα δάκρυ, Την εφίλησε γλυκά, Καιτον κόρφο σε μιαν άκρη Την εγώνιασε βαθειά.

Και αφού φωτιάν ανάψαμε κ' εκάμαμε θυσία, εφάγαμ' από τα τυριά, κ' εκείνον καρτερώντας καθόμασθε• ήλθε απ' την βοσκή, και από φρυγμένα ξύλα έφερνε βάρος φοβερό, να τα 'χη για τον δείπνο• και εις τ' άντρο μέσα ως το 'ριξε φρικτόν σήκωσε βρόντο• 235 τρέμοντας εσυρθήκαμετου άντρου μες τα βάθη. τα παχειά πρόβατ' έμπασετο ευρύχωρο το σπήλαιο. όλα όσα εκείνος άρμεγε, τ' αρσενικ' άφησ' έξω, τράγους, κριάρια, 'ς τον βαθύ τον γύρο της αυλής του. κ' ευθύς εσήκωσ' έβαλε θυρόπετρα μεγάλη 240 βαρειά πολύ, 'που από την γη να σείουν δεν θ' αρκούσαν είκοσι δυο τετράκυκλα καλοφθειασμέν' αμάξια. με τέτοιον βράχον άμετρον έφραξ' αυτός την θύρα. και άρμεγε αυτού καθήμενος γίδαις και προβατίναις με τάξι, κ' έπειτ' έβαζε της καθεμιάς τ' αρνί της. 245 και αφού 'χε πήξει το μισό από το λευκό γάλα, τα εμάζευσε και το 'θεσεν εις τα πλεκτά καλάθια• και τ' άλλο μισό 'πώμεινε το 'βαλε μες τ'αγγεία, έτοιμο για τον δείπνο του, να παίρνη και να πίνη. και άμ' όλα εκείνος βιαστικά τα έργα του είχε κάμει, 250 την στιά ξανάναφτε, κ' εμάς κυττώντας είπε• «ω ξένοι, ποιοι είσθε; πόθεν πλέετε τους δρόμους της θαλάσσης; να εμπορευθήτ' εβγήκετε, ή του κακού πλανάσθετα πέλαγα ως οι πειραταίς; πλανώνται αυτοί και φέρουν, την ζωή τους κινδυνεύοντας, βλάβη των αλλοφύλων». 255

Λέξη Της Ημέρας

βουλιάξω

Άλλοι Ψάχνουν