Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025


Και απάντησε ο πολύγνωμοςεκείνην Οδυσσέας• 240 «Είναι, ω βασίλισσα, βαρύ να είπω ένα προς ένα τα πάθη μου, επειδή πολλά οι αθάνατοι μου δώσαν• τούτο εγώ μόνον θα σου ειπώ, 'που μ' ερωτάς να μάθης. κάποιο νησίτα πέλαγα μακράν είν', η Ωγυγία, όπου η δολία Καλυψώ, του Άτλαντα θυγατέρα, 245 καλόκομη, δεινή θεά, την κατοικία της έχει, και ούτε θεός ούτ' άνθρωπος συγκοινωνεί μ' εκείνην. αλλ' ο θεός εμ' έφερε τον άθλιοτην γωνιά της πάντερμον, ότι το γοργό καράβι μου 'χε ο Δίας με τον λευκό του κεραυνό σχίσειτο μαύρο κύμα. 250 και οι σύντροφοι μου εχάθηκαν, κ' έπιασα την καρίνα αγκαλιαστά, και μ' έδερνεν η θάλασσ' εννηά 'μέραις• και ότ' ήλθε η δέκατη νυκτιά, οι αθάνατοι μ' εφέραντης Ώγυγίας το νησί, αυτού, 'που κατοικάει η Καλυψώ καλόκομη, δεινή θεά, κ' εκείνη 255 μ' εδέχθη και μ' εξένιζε, μ' έτρεφε κ' είχε γνώμη αθάνατον και αγέραστον εμέ να καταστήση• αλλά ποτέ δεν έπειθετα στήθη την ψυχή μου. κ' έμεινε αυτού χρόνους επτά, κ' έβρεχα εγώ με δάκρυα τα άφθαρτα φορέματα, 'που μου 'χε δώσει εκείνη. 260 αλλ' ότε ο χρόνος όκτατοςτον κύκλο του μ' ευρήκε, τότε μ' επαρακίνησε να υπάγω εις την πατρίδα• η προσταγή 'ταν του Διός ή μόνη άλλαξε γνώμη. μέσα εις πολύδεσμη πλωτή με προβοδά και βάζει άρτον, κρασί, και μ' άφθαρτα φορέματα μ' ενδύνει, 265 κ' έστειλε πρύμον άβλαβον οπού χλιός εφύσα. ημέραις έπλεα δεκαεπτά σχίζοντας τα πελάγη, και την δεκάτην όκτατη φανήκαν τα ισκιωμένα της γης σας όρη• εχάρηκετα στήθη μου η καρδία του δύστυχου, και συμφορά μ' εκαρτερούσε ακόμη 270 μεγάλη, οπού μου εκίνησεν ο σείστης Ποσειδώνας, κ' έσπρωξε ανέμους κατά με και μου 'κλεισε τον δρόμο, αγριεύοντας την θάλασσαν, ουδ' άφινε το κύμα εμέ, 'που συχνοστέναζα, μες την πλωτή να μένω• και η τρικυμιά την σκόρπισε• και τότε κολυμπώντας 275 έσχισ' αυτήν την άβυσσον, ως 'που σιμάτην γην σας εμ' έφερε της θάλασσας η ορμή και των ανέμων. και αν εις την γη τότ' έβγαινα το κύμα θα μ' ενίκα, εις τραναίς πέτραις σπώντας με και εις άτερπνο ακρογιάλι. αλλ' αποσύρθηκ' απ' την γη και κολυμπώντας ήλθα 280τον ποταμό, 'που κάλλιστος αυτού μου εφάνη ο τόπος, χωρίς πέτραις και απάνεμος•του ποταμού την άκρη έπεσα ψυχοπιάνοντας, κ' ήλθεν η νύκτα η θεία. και απ' το ουρανοκαταίβατο ποτάμι πέρα εβγήκα και κάτω από χαμόδενδρατα φύλλα στοιβασμένα 285 πλάγιασα, και ατελεύτητον θεός μου εχάρισ' ύπνο• αυτούτα φύλλα με καρδιάν θλιμμένην εκοιμώμουν ολονυκτής και την αυγήν, ως την μισήν ημέρα• και ο ήλιος όταν έκλινε, μ' άφησ' ο γλυκός ύπνος, κ' ένοιωσα ταις θεράπαιναις της κόρης σου, 'που επαίζαν 290την όχθη• και ώμοιαζε θεάτην μέση τους εκείνη•αυτήν επρόσπεσα, και αυτή με νουν ορθόν και γνώσι εφέρθηκεν, ανέλπιστατην νέαν ηλικία• και ηξεύρουμ' ότι αστόχαστοι συνήθως είναι οι νέοι. και μου 'δωσ' άρτον και λαμπρό κρασί και εις το ποτάμι 295 μ' έλουσε, και τα ενδύματά μου έδωσε τούτ' ακόμη. ιδού μ' όλον τον πόνο μου σου 'πα όλην την αλήθεια».

Ο ρήτορας αυτός, κυττάζοντάς τον λοξά, του είπε: — Τι έρχεστε να κάμετε εδώ. Σας έφερε κανείς καλός σκοπός; — Δεν υπάρχει διόλου αποτέλεσμα χωρίς αιτία, απάντησε με μετριοφροσύνη ο Αγαθούλης· όλα είναι αλληλένδετα αναγκαστικά και κανωμένα για τον καλύτερο σκοπό.

Και ο συνετός Τηλέμαχος του απάντησε με θάρρος• 75 κ' η ίδια Αθήνη του 'βαλε το θάρροςτην καρδία, για τον πατέρα, 'που 'λειπεν, όπως τον ερωτήση, και όπωςτον κόσμον εύμορφη τον περιλάβη φήμη.

Αυτός μεν θα με ερωτήση κάπως το εξής· «Έλα, σε παρακαλώ, Σωκράτη μου, απάντησέ μου. Δι' όλα αυτά τα οποία χαρακτηρίζεις ως ωραία, τι εάν δεχθώμεν ότι είναι το ωραίον, θα ημπορούν να είναι ωραίαΕγώ λοιπόν βεβαίως θα ειπώ ότι, εάν η παρθένος η ωραία είναι ωραίον πράγμα, αυτό είναι η αιτία διά να είναι αυτά ωραία. Ιππίας.

Και ο αργοφόνος μηνητής απάντησέ της κ' είπε• 145 «Ναι, απόπεμπέ τον, και φοβού την όργητα του Δία, μήπως κατόπι χολευθή και σε κακοποιήση».

Διόλου δεν ημπορούμεν, Σωκράτη μου. Σωκράτης. Λοιπόν, θα ειπή αυτός, και η ωραία χύτρα είναι ωραίον, πράγμα; Απάντησε. Ιππίας. Ναι δεν σου λέγω, έτσι είναι, νομίζω, Σωκράτη μου. Είναι μεν καλόν και αυτό το σκεύος, όταν είναι καλοφτιασμένον, αλλά το όλον του αυτό δεν έχει την αξίαν διά να το κρίνωμεν ότι είναι ωραίον πράγμα σχετικώς με το άλογον και την παρθένον και όλα τα άλλα ωραία πράγματα.

Του απάντησε ο γιδοβοσκός• «Ωιμέ, ποιον λόγον είπε ο σκύλος ο παμπόνηρος! κάποτε εις μαύρο πλοίο θα τον περάσω εγώ πολύ μακράν απ' την Ιθάκη, κέρδος να λάβω περισσόν• ότ' είθε μες το δώμα 250 του αργυροτόξου Απόλλωνα τα βέλη να νεκρώσουν σήμερα τον Τηλέμαχον ή η λόγχαις των μνηστήρων, ως ο Οδυσσέας χάθηκε πολύ μακρυάτα ξένα».

Μα απ' τους θεούς ως τώρα κάπιος κρατά από πάνου μου κι' εμένα το δεξύ του, που να διαβάτη τυχερό μού στέλνει ομπρός στη στράτα 375 τέτιονε εδώ όπως είσαι εσύ, καμαρωτός πανώριος, παιδί γονιώνε ζηλεφτών, με γνώση προικισμένοςΤότε ο νεκραγωγιάτης γιος τ' απάντησε του Δία «Ναι, γέρο μου, όλα γνωστικά τα μίλησες και δίκια.

Τότε ο νεκραγωγιάτης γιος τ' απάντησε του Δία «Εμένα, γέρο, η γλώσσα σου, μα λέει το γιο η καρδιά σου. 390 Το γιο σου εγώ πολλές φορές στη δοξοδότρα μάχη τον είδα με τα μάτια αφτά, και τότες που ως στα πλοία πήρε μπροστά τους Αχαιούς με φονικό πελέκι· κι' εμείς θιαμάζαμε άνεργοι, τι αμπόδαε ο Αχιλέας να πιάσουμε κοντάρι εμείς, τότε όντας πεισμωμένος. 395 Γιατί έχω αφτόν εγώ αρχηγό σαν πούμαι Μυρμιδόνας, κι' ένα στην Τρια μάς έφερε καλόστρωτο καράβι.

Αυτά 'πε, και ο χοιροβοσκός, άμ' άκουσε τον λόγο, σιμά του επήγε κ' είπε του με λόγια πτερωμένα• «Ξένε, ο Τηλέμαχος αυτά σου δίδει και σου λέγει 350 να τριγυρνάς ζητεύοντας προς όλους τους μνηστήραις, και λέγει ότ' είν' η εντροπή κακήτον ψωμοζήτη». Τότε ο πολύγνωμοςαυτόν απάντησε Οδυσσέας• «Ω Δία, τον Τηλέμαχον υπερευτύχισέ μου, και όλα να γείνουν όσ' αυτός εις την ψυχή του θέλει». 355

Λέξη Της Ημέρας

βουλιάξω

Άλλοι Ψάχνουν